αντιθετοι με τη συνταγματικη ταξη οι εφαρμοστικοι νομοι του μνημονιου

Δημοσιεύθηκε Τετάρτη, 04/07/2012 σε Νομικά θέματα

Αντισυνταγματικές κρίθηκαν, με την υπ’ αρίθμ. 599/2012 Απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, σημαντικές διατάξεις των Ν. 3833/2010 και 3845/2010, που θεσπίστηκαν για την αντιμετώπιση του ισχυρότατου κλονισμού της δημοσιονομικής ισορροπίας του Ελληνικού Κράτους και του διαπιστωμένου και ιδιαίτερα αυξημένου δημοσίου χρέους. Συγκεκριμένα, κρίθηκε ότι τα μέτρα που αφορούν σε περικοπές σε μισθούς και σε επιδόματα, καθώς και σε περιορισμούς στα εργασιακά και κοινωνικοασφαλιστικά δικαιώματα παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας, την αρχή της συνεισφοράς στα δημόσια βάρη ανάλογα με τις δυνάμεις των Ελλήνων πολιτών καθώς και διατάξεις διεθνών συμβάσεων που εξασφαλίζουν δίκαιο μισθό.

Για την ιστορία επισημαίνεται ότι ψηφίστηκαν, μεταξύ και άλλων πολλών, ο Ν 3833/2010 «Προστασία της Εθνικής Οικονομίας – Επείγοντα μέτρα για την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης», (ΦΕΚ Α’40) και ο Ν. 3845/2010 «Μέτρα για την εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας από τα Κράτη – Μέλη της Ζώνης του Ευρώ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο», (ΦΕΚ Α’65). Οι νόμοι αυτοί εισήγαγαν μια σειρά μεταρρυθμίσεων της ελληνικής νομοθεσίας, οι οποίες αποτελούσαν προϋπόθεση για την εκταμίευση ποσού 110 δις Ευρώ, ποσό το οποίο κρίθηκε αναγκαίο για την αντιμετώπιση του εξαιρετικά υψηλού δημοσίου ελλείμματος και κυρίως την αποφυγή της χρεωκοπίας της χώρας. Στις εισηγητικές εκθέσεις τους προβάλλονταν ιδιαίτερα οι λόγοι θέσπισης τέτοιων επώδυνων μέτρων μεταξύ των οποίων η αντιμετώπιση της οξείας δημοσιονομικής κρίσης, η αποτροπή του κινδύνου πτώχευσης της χώρας, η εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών κατά τρόπο βιώσιμο και διατηρήσιμο, ενώ υποστηρίζεται ότι τα μέτρα αυτά ήταν επιβεβλημένα για την ενεργοποίηση του Ευρωπαϊκού μηχανισμού στήριξης της οικονομίας και αποτελούν αντικείμενο διεθνών δεσμεύσεων που ανέλαβε η χώρα και υποχρέωσή της που απορρέει από την ιδιότητά της ως μέλους της Ε.Ε. και της Ο.Ν.Ε. Ειδικότερα, στο άρθρο 1 παρ. 5 του Ν. 3833/2010 ορίζεται ότι «οι πάσης φύσεως τακτικές αποδοχές, επιδόματα, αποζημιώσεις και αμοιβές γενικά, καθώς και τα με οποιαδήποτε άλλη ονομασία οριζόμενα και από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη ή ρήτρα ή όρο συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητική απόφαση ή με ατομική σύμβαση εργασίας ή συμφωνία προβλεπόμενα των εργαζομένων χωρίς εξαίρεση, σε Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.), που ανήκουν στο Κράτος ή επιχορηγούνται τακτικά από τον Κρατικό Προϋπολογισμό ή είναι δημόσιες επιχειρήσεις κατά την έννοια των παραγράφων 1,2 και 3 του άρθρου 1 του Ν 3429/2005 (ΦΕΚ 314 Α), μειώνονται κατά ποσοστό επτά τοις εκατό (7%). Τα επιδόματα των Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας μειώνονται κατά τριάντα τοις εκατό (30%) αντίστοιχα. Από τη μείωση του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής εξαιρούνται τα επιδόματα που συνδέονται με την οικογενειακή κατάσταση ή την υπηρεσιακή εξέλιξη, καθώς και τα συνδεόμενα με το ανθυγιεινό ή επικίνδυνο της εργασίας τους και το μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών τους. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής, καθώς και της παραγράφου 4, κατισχύουν κάθε γενικής ή ειδικής διάταξης ή ρήτρας ή όρου συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητικής απόφασης ή ατομικής σύμβασης εργασίας ή συμφωνίας. Με την εν λόγω υπ’ αρίθμ. 599/2012 Απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, κρίθηκε, σε πρώτο βαθμό, ότι η μείωση των αποδοχών και των ως άνω επιδομάτων κατά το ίδιο γενικό ποσοστό που καταλαμβάνει τόσο τους υψηλόμισθους όσο και τους χαμηλόμισθους εργαζόμενους, αντίκειται στην ανωτέρω διάταξη και οδηγεί τους μεν υψηλόμισθους στο να εξακολουθούν να διατηρούν ένα ικανοποιητικό και αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, ενώ τους χαμηλόμισθους, οι οποίοι αποτελούν ένα ιδιαίτερα μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού, το οποίο στο όνομα του γενικού συμφέροντος έπρεπε να προστατεύεται, τους οδηγούν στην κοινωνική και οικονομική εξαθλίωση αφού εκμηδενίζουν στην ουσία τις αποδοχές τους και τους αναγκάζουν, κατά παράβαση της ως άνω διάταξης, να συνεισφέρουν στα δημόσια βάρη κατά φανερή αναντιστοιχία με τις δυνάμεις τους, ενισχύοντας δε την άποψη ότι η αιτιολογία της λήψης των οριζόμενων με τις ένδικες διατάξεις μέτρων που εδράζεται στο δημόσιο συμφέρον, είναι προβληματική και ελλιπής. Παράλληλα δε με το άρθρο 4παρ.5 του Συντάγματος, παραβιάζεται και το άρθρο 7 του Διεθνούς Συμφώνου των Ηνωμένων Εθνών για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα (19.12.1966), το οποίο κυρώθηκε με τον Ν. 1532/1985 (ΦΕΚ Α’45) και αναγνωρίζει το δικαίωμα για δίκαιους και ευνοϊκούς όρους εργασίας που εξασφαλίζουν δίκαιο μισθό, αφού οι καταβαλλόμενες, μετά τις επίμαχες μειώσεις, αποδοχές, δεν αναλογούν πλέον στην αξία της παρεχόμενης εργασίας.