Ο θεσμος της εγγυησης στη μισθωση

Δημοσιεύθηκε Τετάρτη, 20/06/2012 σε Νομικά θέματα www.nomikosodigos

Κατά την κατάρτιση συμβάσεως μισθώσεως ακινήτου έχει επικρατήσει στη συναλλακτική πρακτική να δίδεται από το μισθωτή στον εκμισθωτή ορισμένο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο «εγγύηση», που συνήθως αντιστοιχεί σε πολλαπλάσιο (συνήθως) του μηνιαίου μισθώματος. Το ποσό αυτό, καταχρηστικά επικράτησε κατά τις συναλλαγές να ονομάζεται «εγγύηση», εφόσον η εγγύηση είναι διαφορετική σύμβαση, ρυθμίζεται στα άρθρα 847 και επόμενα του Αστικού Κώδικα και συνάπτεται μεταξύ του δανειστή και του εγγυητή, που είναι τρίτο πρόσωπο προς τους συμβαλλόμενους.

Η «εγγύηση» στη μίσθωση διέπεται ως προς τη λειτουργία και την τύχη της, από τις ειδικότερες συμφωνίες των μερών στα πλαίσια της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρο 361 του Αστικού Κώδικα), διότι είναι δυνατόν να συμφωνήθηκε προς εξασφάλιση του μισθώματος ή ως αρραβώνας (επιβεβαιωτικός ή προς κάλυψη της ζημίας από τη μη εκπλήρωση της συμβάσεως κ.λπ.) ή ως ποινική ρήτρα ή ως συμβατική εγγυοδοσία. Συνήθως, πάντως, δίνεται ως εγγυοδοσία και ειδικότερα αποτελεί προκαταβολή έναντι μελλοντικού χρέους του μισθωτή που θα παραμείνει τυχόν ανεξόφλητο, οπότε και θα καταλογισθεί σ’ αυτό το ποσό της εγγυοδοσίας.

Το ποσό της «εγγύησης» πρέπει να επιστρέφεται στο μισθωτή μετά τη λήξη της μισθώσεως και την εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεών του έναντι του εκμισθωτή. Εξάλλου, η αξίωση για απόδοση της «εγγύησης» προβάλλεται νόμιμα προς συμψηφισμό, μετά τη λήξη της μίσθωσης, ακόμα και αν συμφωνήθηκε το αντίθετο, ιδίως όταν με την αγωγή του εκμισθωτή προβάλλονται αξιώσεις τόσο για τα μισθώματα (και την αποζημίωση χρήσης) όσο και για φθορές στο μίσθιο, οπότε και όλες οι ενδεχόμενες αξιώσεις από τη λήξη της μίσθωσης οδηγούνται προς διάγνωση στο ίδιο Δικαστήριο.