οι ευθυνεσ των τραπεζων στισ συναλλαγεσ

Δημοσιεύθηκε Παρασκευή, 14/09/2012 σε Νομικά θέματα

Είναι συνήθης πρακτική στην τραπεζική αγορά, πελάτες (καταναλωτές) τραπεζών να συμμετέχουν σε τραπεζικές συναλλαγές επενδύοντας τα χρήματά τους, ή αναλαμβάνοντας δανειακές υποχρεώσεις, ή συμμετέχοντας σε άλλες πιστωτικές συμβάσεις, χωρίς ωστόσο να αντιλαμβάνονται πλήρως, ή ακόμα και καθόλου, τις δεσμεύσεις και τους όρους τους οποίους συμφωνούν και συνομολογούν ακρίτως, αλλά και τους κινδύνους που αναλαμβάνουν συμμετέχοντας σε τέτοιου είδους συμβάσεις, ή επενδύσεις. Είναι κυρίως και κατά μαχητό τεκμήριο γνωστικά ασθενέστεροι απέναντι στις τράπεζες. Βέβαια, προς αποτροπή τέτοιων φαινομένων, στην ακραία τους έκφραση, τίθενται κάποιες ελάχιστες ρητές ασφαλιστικές δικλίδες από την ισχύουσα εσωτερική, (κυρίως στο νομοθετικό πλαίσιο του συναλλακτικού τύπου που επιλέγεται) και κοινοτική νομοθεσία, ενώ κατευθυντήριες είναι και οι ρυθμίσεις στον Κώδικα Τραπεζικής Δεοντολογίας, οι οποίες όμως στερούνται δεσμευτικής ισχύος, εφόσον δεν αποτελεί νόμο του κράτους. Οι δικλείδες αυτές αποδείχτηκαν και αποδεικνύονται καθημερινά ανεπαρκείς στην πράξη, αφού δεν γεφυρώθηκε ποτέ το πληροφοριακό-γνωστικό χάσμα μεταξύ τραπεζών και πελατών. Για τους λόγους αυτούς, η τράπεζα, ως γνώστης της αγοράς χρήματος, με ευρύτατη πληροφόρηση και εμπειρική εξοικίωση με την χρηματοπιστωτική αγορά, υποχρεούται να καθιστά τον πελάτη της κοινωνό ορισμένων κρίσιμων για την αντίληψή του πληροφοριών, ή να του παράσχει εξειδικευμένες συμβουλές, υποχρέωση που καθίσταται μεγαλύτερη στα πλαίσια μιας διαρκούς σχέσης που αναπτύσσεται μεταξύ τους, θεμελιωμένη σε ορθές και υγιείς συναλλακτικές βάσεις. Η δυνατότητα της τράπεζας να επεμβαίνει και διαμορφώνει την περιουσιακή κατάσταση του πελάτη προσδίδει στη σχέση αυτή εμπιστευτικό και άρα ιδιαίτερα ευαίσθητο χαρακτήρα, δεδομένου ότι καθίσταται κοινωνός πολλών προσωπικών και ενδεχομένως περιουσιακών απορρήτων στοιχείων του πελάτη της, πολλές φορές και ερήμην του τελευταίου, που την υποχρεώνουν, στα πλαίσια που καθορίζουν η ΑΚ 288, η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, να μεριμνά για την περιουσιακή κατάστασή του, την οποία ουσιαστικά διαχειρίζεται. Σημαντικό επίσης είναι το γεγονός ότι τα πιστωτικά ιδρύματα δεν είναι απλές εμπορικές επιχειρήσεις, εφόσον παράλληλα επιτελούν σημαντικότατη λειτουργία και συμβολή στην οικονομία κάθε χώρας, διότι χρηματοδοτούν το εμπόριο και τη βιομηχανία. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η θέση της τράπεζας είναι πλεονεκτικότερη από αυτή των πελατών της, γεγονός που δικαιολογεί την ανάγκη αυξημένης υποχρέωσης προστασίας και πρόνοιας των συμφερόντων των τελευταίων, που εξειδικεύεται με βάση και τις ειδικές συνθήκες κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης. Και τούτο, διότι μεταξύ τράπεζας και πελάτη δημιουργείται αναπόφευκτα μία αμφίδρομη σχέση εμπιστοσύνης, αλλά εν μέρει και εξάρτησης του πελάτη, καθόσον, όπως προαναφέρθηκε, η τράπεζα διαθέτει ειδικές γνώσεις των συνθηκών της αγοράς, καθώς και ευρύτατο φάσμα χρηματοοικονομικών πληροφοριών. Από τη γενική αυτή υποχρέωση απορρέει η ειδικότερη υποχρέωση της τράπεζας να επιδεικνύει έμπρακτα επιχειρηματική εντιμότητα στις συναλλαγές της με τους πελάτες της, που την αποτρέπει από το να επιδιώκει μονομερώς την πρόταξη των ατομικών της συμφερόντων, ενώ και  η υπό ευρεία έννοια παροχή της πρέπει να τελεί σε σχέση αναλογίας με την αιτούμενη αντιπαροχή από τον πελάτη της, ιδίως στο πεδίο των πιστωτικών συναλλαγών. Η υποχρέωση πρόνοιας της τράπεζας απέναντι στους πελάτες της μπορεί να έχει ως συνέπεια και την επέκταση της ευθύνης της και για πταίσματα τρίτων. Τούτο έχει κριθεί ότι συμβαίνει ιδίως σε περίπτωση που η τράπεζα αναθέτει σε άλλη τράπεζα (διαμεσολαβούσα ή ανταποκρίτρια τράπεζα) την εκτέλεση της ανατεθείσας από τον πελάτη της εντολής, αν η ίδια εντολέας τράπεζα αγνοήσει τις εντολές του πελάτη της. Όμως και αν ακόμη δεν υφίσταται γενική υποχρέωση της τράπεζας για ενημέρωση, εντούτοις από τη σχέση εμπιστοσύνης που συνδέει την τράπεζα με τον πελάτη της και το προβάδισμα της πρώτης στον τομέα της πληροφόρησης, μπορεί σε συγκεκριμένη περίπτωση να προκύψει υποχρέωσή της για ενημέρωση, ανάλογα με τις συγκεκριμένες συνθήκες, όπως το είδος της σκοπούμενης συναλλαγής και το επίπεδο γνώσεων του πελάτη. Κριτήρια για την κατάφαση της υποχρέωσης της τράπεζας για την ενημέρωση του πελάτη της σχετικά με τους κινδύνους ή τη σκοπιμότητα μιας σύμβασης πίστωσης αποτελούν (ενδεικτικά) το γνωστικό προβάδισμα της τράπεζας για την επικείμενη σύμβαση, (π.χ. επένδυση σε δομημένα ή κρατικά ομόλογα), τυχόν περιπτώσεις πρόκλησης ιδιαίτερα επικίνδυνων συνθηκών, (π.χ. επενδύσεις χωρίς εξασφαλίσεις κεφαλαίου, κερδοσκοπικές κλπ.), η εκμετάλλευση της απειρίας του πιστολήπτη, (ιδίως των νέων και κατά συνθήκη άπειρων επενδυτών), η σύγκρουση συμφερόντων των συμβαλλομένων, (πχ. η άκριτη χρηματοδότηση αφερέγγυων πιστοληπτών, η απόκρυψη δικαστηριακής κατάργησης προμηθειών συναφών τραπεζικών προϊόντων, κλπ.), η εξαπάτηση του τελευταίου μέσω τρίτου, (π.χ. η χρηματοδότηση των συναλλαγών αφερέγγυων επιχειρήσεων με ανυποψίαστους καταναλωτές που λαμβάνουν πλημμελείς ή απατηλές υπηρεσίες)[1]. Κυρίως όμως η τράπεζα θα υπέχει υποχρέωση ενημέρωσης όταν είναι πρόδηλο ότι ο συγκεκριμένος πελάτης δεν αντιλαμβάνεται τους κινδύνους από τη σκοπούμενη συναλλαγή, γεγονός το οποίο εκμεταλλεύεται η τράπεζα, ή όταν η τράπεζα γνωρίζει ορισμένα γεγονότα και παρόλα αυτά τα αποκρύπτει, τα οποία αν γνώριζε ο πελάτης της πιθανότατα δεν θα προέβαινε στη σύναψή της. Δεν συντρέχει όμως τέτοια υποχρέωση της τράπεζας, αν ο πελάτης ενήργησε με κερδοσκοπικά κίνητρα, αναλαμβάνοντας και το ρίσκο της επένδυσής του, ή διαθέτει εξ επαγγέλματος ή ενασχόλησής του τις σχετικές πληροφορίες. Αντίστοιχα ισχύουν σχετικά με την υποχρέωση της τράπεζας για παροχή συμβουλών σε περίπτωση που το ζητήσει ο πελάτης και η τράπεζα το αποδέχεται, (βλ. Ν. Ρόκας, Στοιχεία Τραπεζικού Δικαίου, έκδοση 2002, σ. 35 επ.). Συναφώς έχει κριθεί ότι σε περίπτωση παραβίασης των ως άνω υποχρεώσεων της τράπεζας και με δεδομένο ότι αυτή επιτελεί παράλληλα σημαντικότατη λειτουργία στην ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας, επιβάλλεται η υποχρέωση ομαλής και καλόπιστης συνεργασίας της με τον εκάστοτε πελάτη της και συγχρόνως έχει την αυξημένη υποχρέωση προστασίας των συμφερόντων του, ενώ ως ειδικότερη υποχρέωσή της θεωρείται και αυτή της ενημέρωσης και παροχής συμβουλών στον εκάστοτε πελάτη, ανάλογα με τις συγκεκριμένες συνθήκες, όπως το είδος της σκοπούμενης συναλλαγής και το επίπεδο γνώσεων του πελάτη, (2087-2004 Απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών). Οι παραπάνω υποχρεώσεις της τράπεζας, που έχουν πλέον παγιωθεί ως πρακτική, ιδίως στο εξωτερικό, αποτέλεσαν το περιεχόμενο της Οδηγίας 2008/48/ΕΚ για την καταναλωτική πίστη, (στην οποία προσαρμόστηκε η ελληνική νομοθεσία με την Κ.Υ.Α. Ζ1-699/10 – ΦΕΚ 917/Β/23.06.2010), αν και δεν ορίζονται στην παραπάνω οδηγία οι έννομες συνέπειες από την παραβίαση των υποχρεώσεών της τράπεζας στις εν λόγω συναλλαγές. Η εν λόγω οδηγία υποχρεώνει τον πιστωτικό φορέα για συνδρομή και ιδιαίτερη ενημέρωση του καταναλωτή πέραν της προσυμβατικής τυποποιημένης πληροφόρησης, κυρίως στις περιπτώσεις που η τράπεζα οφείλει μία επαγγελματική αξιολόγηση και εκτίμηση, λαμβάνοντας υπόψη τους στόχους του πελάτη και την οικονομική – προσωπική του κατάσταση. Δηλαδή καθιερώνεται μία ex lege επαγγελματική ευθύνη των τραπεζών για τέτοιες συναλλαγές. Σκοπός επομένως όλου του ισχύοντος νομικού πλαισίου είναι να υποχρεωθεί ο πιστωτικός φορέας να ενημερώνει τον καταναλωτή για τους κινδύνους της εκάστοτε αιτούμενης πίστωσης και από την άλλη ο τελευταίος να καθίσταται ικανός να αξιολογήσει αν η πίστωση και η υπό κατάρτιση σύμβαση ανταποκρίνεται στις καταναλωτικές ανάγκες του, ή στις πληροφορίες που του χορήγησε η τράπεζα. Με τον τρόπο αυτό ανατίθεται στον πιστωτικό φορέα το καθήκον της συνδρομής και διαφώτισης, ώστε ο καταναλωτής να επιλέξει την καταλληλότερη πίστωση, δηλαδή την πιο πρόσφορη και ασφαλή, ή να αποτραπεί από μια τέτοια συναλλαγή. Με άλλα λόγια, ο πιστωτικός φορέας πρέπει να ενημερώνει τον καταναλωτή, για τις συνέπειες της επιδιωκόμενης συναλλαγής στην οικονομική κατάστασή του, προκειμένου αυτός να γνωρίζει, όχι μόνο αν η πίστωση είναι κατάλληλη για τις ανάγκες του και το οικονομικό προφίλ του, αλλά και αν είναι ή θα είναι σε θέση, υπό τις ίδιες ή παρόμοιες τουλάχιστον οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες, να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις του. Επομένως, ο πιστωτικός φορέας οφείλει πλέον να βρίσκεται σε ετοιμότητα για την εξέταση πιθανών εναλλακτικών πιστωτικών παροχών ή εκδοχών της πιστωτικής σύμβασης, ώστε να μπορεί ο πιστολήπτης να επιλέξει μία ασφαλή εναλλακτική πίστωση έναντι του κινδύνου της υπερχρέωσης. Αν κάτι τέτοιο είναι αναπόφευκτο, πρέπει ο πιστωτικός φορέας να αποτρέπει τον καταναλωτή από την ανάληψη ενός τέτοιου ρίσκου. Με τον τρόπο αυτό, ο καταναλωτής μπορεί, όχι μόνο να συγκρίνει τις τραπεζικές προσφορές, αλλά και να κρίνει αν μία πίστωση είναι κατάλληλη για τις ανάγκες του, με βάση και την οικονομική-προσωπική του κατάσταση. Επίσης, αντικείμενο της συγκεκριμένης υποχρέωσης των πιστωτικών φορέων για διαφώτιση και συνδρομή, αποτελούν και οι παρεπόμενες παροχές και κυρίως οι τυχόν δυσμενείς συνέπειες από συνήθεις κινδύνους αδυναμίας αποπληρωμής και υπερημερίας, καθώς και η δέουσα προειδοποίηση αν προβλέπεται ότι ο πιστολήπτης δεν θα καταφέρει να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του. Βέβαια, οι παραπάνω υποχρεώσεις δεν φτάνουν μέχρι του σημείου της παροχής συμβουλών ή εγγύησης για την καλύτερη και πιο συμφέρουσα επιλογή πίστωσης από μέρους του καταναλωτή, υποχρεούνται όμως οι πιστωτικοί φορείς να διατυπώσουν αμφιβολίες για τη σκοπιμότητα και καταλληλότητα της πίστωσης που επιλέγει ο καταναλωτής, μέχρι του σημείου που αυτός θα αναγνωρίσει και κατανοήσει τα υπέρ και τα κατά της πίστωσης και θα αποφασίσει ο ίδιος ελεύθερα την πιο ασφαλή εναλλακτική, έναντι του κινδύνου της υπερχρέωσής του. Επισημαίνεται όμως ότι και ο καταναλωτής από την πλευρά του έχει την υποχρέωση παροχής πληροφοριών και αληθών στοιχείων στον πιστωτικό του φορέα, προκειμένου ο τελευταίος να εκτελέσει πλήρως τις παραπάνω υποχρεώσεις του. Δυστυχώς όμως, ο φόβος που καταλαμβάνει τον καταναλωτή όταν καλείται να αποκαλύπτει τα πραγματικά στοιχεία της περιουσιακής και προσωπικής του κατάστασης και η τάση του να αποκρύπτει συτά, ως αποτέλεσμα της καχυποψίας του για την τράπεζα, συμβάλλει στη διαστρέβλωση του ιδανικού συναλλακτικού πλαισίου. Εφόσον όμως η τελική απόφαση είναι δική του, δεν πρέπει να θεωρείται ότι αυτός απαλλάσσεται από την υποχρέωσή του να επιδείξει επιμέλεια και πρόνοια για την επιλογή της κατάλληλης πίστωσης κατά την κατάρτιση της σύμβασης, κυρίως όμως να ανταποκρίνεται στο καθήκον αληθείας. Άλλωστε σε κάθε περίπτωση αυτός έχει το βάρος απόδειξης της ευθύνης της τράπεζας. Ήδη κάποιες τράπεζες, μετά την εκδήλωση της κρίσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος, από το 2008, έχουν επιλέξει τη μέθοδο ερωτηματολογίου, με βάση το οποίο προσεγγίζουν το προφίλ του υπό χρηματοδότηση πελάτη τους μέσα από τις απαντήσεις που ο τελευταίος δίνει σε μία πληθώρα ερωτήσεων. Αυτό είναι ούτως ή άλλως μία πρόοδος σε σχέση με το παρελθόν, όταν οι τράπεζες χορηγούσαν ακρίτως πιστώσεις και δάνεια αποβλέποντας στα οικονομικά κίνητρα ενός ονομαστικού όγκου χορηγήσεων, καλλιεργώντας αντίστοιχες προσδοκίες κερδοφορίας που όμως αποδείχτηκαν φενάκη. Δεν έλειψαν μάλιστα και οι περιπτώσεις τραπεζών που προσέφευγαν σε βάρος των πελατών τους – δανειοληπτών για απατηλή πληροφόρησή τους, την οποία ούτως ή άλλως διέθεταν μέσω των εξειδικευμένων συνεργατών τους, οι οποίοι ως απεδείχθη δεν ενήργησαν προς το συμφέρον της.  Τράπεζες και πελάτες βρέθηκαν έτσι στη δίνη ενός οικονομικού ολέθρου με μεγάλες κοινωνικές δυσμενείς συνέπειες. Με βάση τα παραπάνω και υπό το πρίσμα βέβαια της κάθε περίπτωσης, αν μία τράπεζα παραβιάσει μία από τις πιο πάνω υποχρεώσεις της, όπως για παράδειγμα (υπόθεση εργασίας) την υποχρέωση ενημέρωσης του πελάτη της, ιδία δε όταν είναι πρόδηλο ότι αυτός δεν αντιλαμβάνεται τους κινδύνους από τη σκοπούμενη συναλλαγή και τον τρόπο που αυτή εξελίσσεται, ενώ η τράπεζα γνωρίζει ότι με τον τρόπο που διεξάγεται η εντολή του πελάτη της δεν εξασφαλίζεται, είναι σαφές ότι δεν επιδεικνύει στη συγκεκριμένη περίπτωση την επιμέλεια που απαιτείται στις τραπεζικές συναλλαγές, αλλά αντίθετα, επιδεικνύει αμελή συμπεριφορά που μπορεί υπό προϋποθέσεις και όρους που αφορούν εκάστη περίπτωση να κληθεί να αποζημιώσει τον πελάτη. Πάντως η ευθύνη της τράπεζας μπορεί να είναι είτε συμβατική, είτε αδικοπρακτική, ή και τα δύο. Όμως ο ίδιος ο καταναλωτής φέρει κατ’ αρχήν το βάρος να αποδείξει ότι θα επέλεγε μία διαφορετική εναλλακτική ή θα επέλεγε να μην προβεί στη συγκεκριμένη ή σε καμία, αν είχε παρασχεθεί σε αυτόν η σύννομη ή προσδοκώμενη πληροφόρηση[2]. Μένει πλέον να δούμε πως οι ρυθμίσεις που ενδιαφέρουν εν προκειμένω και αναφέρονται, ακροθιγώς είναι η αλήθεια, ανωτέρω, θα αξιολογηθούν και ερμηνευθούν από τη νομική κοινότητα, κυρίως όμως, πώς θα εφαρμοστούν στην πράξη από τα δικαστήρια, στα οποία προσφεύγουν πλέον κατά χιλιάδες οι συμπολίτες μας, θύματα μιας καταναλωτικής μανίας που μεσουράνησε στη δεκαετία 2000-2010, όμως τελικά απετέλεσε την οικονομική γκιλοτίνα πλείστων ελληνικών νοικοκυριών, αλλά και τραπεζών που κινδύνεψαν να κρατικοποιηθούν.


[1] Βλ. Γεώργιο Α. Γεωργιάδη, «Οι υποχρεώσεις της Τράπεζας για ενημέρωση, διαφώτιση και παροχή συμβουλών στον πελάτη», (ΧρΙΔ 2008, σελ. 865 επ.).

 

[2] Για πληρέστερη νομική ενημέρωση βλ. Απόστολο Τασίκα, (Δ.Ν., LLM), «Η υποχρέωση των τραπεζών για συνδρομή και παροχή επαρκών εξηγήσεων στον αντισυμβαλλόμενο στην καταναλωτική πίστη», από όπου αντλήθηκαν και οι περισσότερες πληροφορίες, (ΔΕΕ 10/2011, σελ. 1018 επ. και τιμ. τόμο Ν. Ρόκα.), του ίδιου, «Η ενσωμάτωση στο εσωτερικό δίκαιο προστασίας του καταναλωτή του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 2008/48/ΕΚ για την καταναλωτική πίστη υπό το πρίσμα του εναρμονιστικού προτύπου», (ΧρηΔικ 2009, σελ. 52 επ.).