H ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Δημοσιεύθηκε Δευτέρα, 03/09/2012 σε Νομικά θέματα

Στα πλαίσια της πολύπλοκης και περίπλοκης σχέσεως μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου και των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων εκατέρωθεν που αναπτύσσονται και συνυπάρχουν καθημερινά, προέκυψε ένας καινοφανής στα ελληνικά εργασιακά ήθη, (που διογκώθηκε βέβαια την τελευταία δεκαετία), θεσμικός κυρίως προβληματισμός που αφορά τα όρια μιας  επιτρεπτής, ή μη περιήγησης σε ιστοσελίδες από τον εργαζόμενο κατά την ώρα της παροχής εργασίας του. Βέβαια για τους σκοπούς της ανάλυσης του προβληματισμού αυτού δεν ενδιαφέρει μία «στιγμιαία» είσοδος του εργαζομένου στο διαδίκτυο, αλλά η τακτική ή υπερβάλλουσα περιήγησή του σε ιστοσελίδες άσχετες με την παροχή της εργασίας του και μάλιστα σε ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης, όπου παρέχονται και υπηρεσίες «συνομιλίας» του εργαζομένου με άλλους συνδρομητές αυτής, γεγονός που δύναται σφόδρα να συνεπάγεται την εκτροπή της προσοχής του από τις εργασιακές του υποχρεώσεις, όπως αυτές καθορίζονται από τον εργοδότη, υπό το πρίσμα της υπ’ αρίθμ. 34/2011 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Πρωτίστως και εν συντομία, θα πρέπει να σημειωθεί ότι το δικαίωμα του εργοδότη να ασκήσει έλεγχο και να διευθύνει/συντονίσει αυτοβούλως την επιχείρησή του πηγάζει από το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της οικονομικής ελευθερίας, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως επίσης και το δικαίωμά του να καθορίζει και προσδιορίζει τις περιουσιακές σχέσεις ή δικαιώματα που συνδέονται με την επιχείρησή του, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 17 του Συντάγματος, (περί προστασίας της ιδιοκτησίας). Αντίθετα, το ελληνικό Σύνταγμα δεν προβλέπει ρητή διάταξη της προστασίας της προσωπικότητας των εργαζομένων, στα πλαίσια των ιδιωτικών εννόμων σχέσεων. Όμως αυτή η προστασία παρέχεται ως αποτέλεσμα της τριτενέργειας των συνταγματικών διατάξεων σε αυτές υπό το πρίσμα του νέου εδαφίου γ, της §1, του άρ. 25 του Συντάγματος. Το διευθυντικό αυτό δικαίωμα του εργοδότη, το οποίο  κατοχυρώνεται από το άρθρο 17 σε συνδυασμό με τα άρθρα 5 παρ. 1, 9, 9Α, 22 παρ. 1, αλλά και 106 παρ. 2 του Συντάγματος, αποκτά «κοινωνική διάσταση» όταν συγκρούεται, ή αντιτίθεται με τα  συνταγματικά δικαιώματα του εργαζομένου, δηλαδή το δικαίωμα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του ή το δικαίωμα της ιδιωτικότητάς του, (right to privacy). Η αρχή της ιδιωτικότητας αποτελεί, κατ’ουσία, μία συμπύκνωση της αρχής της προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της προσωπικής ελευθερίας, του ασύλου της κατοικίας και του απορρήτου των επικοινωνιών. Η αξία της αρχής έγκειται στην ικανότητά της να παρέχει στο πρόσωπο αρνητική, αμυντική προστασία από κάθε εισβολή ή παρέμβαση στον ιδιωτικό του χώρο, καθώς και από κάθε είδους καταπιεστική, χειραγωγική, ελεγκτική ή πατερναλιστική συμπεριφορά, η οποία στοχεύει στον περιορισμό της ελευθερίας του προσώπου να αναπτύσσει απρόσκοπτα την προσωπικότητά του και της αυτονομίας του να διαμορφώνει και να απολαμβάνει τις σχέσεις του με τους οικείους του, καθώς και τις επιλογές εκείνες μέσα από τις οποίες τελικά αυτοπροσδιορίζεται. Η αρχή αυτή δηλαδή συνεπάγεται το δικαίωμα του καθενός να διαφυλάττει την αξιοπρέπειά του, την ελευθερία του, το χώρο στον οποίο κινείται, τις προσωπικές του δραστηριότητες, από οποιαδήποτε κρατική παρέμβαση και από οποιαδήποτε διαδικασία [1], όπως έγινε κατά το πρόσφατο παρελθόν με την προσβασιμότητα των εργοδοτών στα μηνύματα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας των εργαζομένων, όπου σύσσωμος ο νομικός κόσμος της χώρας συνασπίστηκε (τότε) στο πλευρό των εργαζομένων. Κλασικά δε παραδείγματα προσβολής της προσωπι­κότητας του ατόμου είναι η παρακολούθηση αυτού με πάσης φύσεως τεχνολογικά μέσα, κυρίως όμως με διαδικτυακούς μηχανισμούς «κατασκοπείας», οι οποίοι παρέχουν σήμερα άπειρες ιδιωτικές πληροφορίες της διαδικτυακής συμπεριφοράς του στοχευμένου ατόμου, αντλώντας με τον τρόπο αυτό το ψηφιακό του πορτραίτο [2]. Στην περίπτωση των εργασιακών σχέσεων, με τη βοήθεια των νέων τεχνο­λογιών, μπορεί να καταγραφεί στον ηλεκτρονικό υπολο­γιστή πληθώρα πληροφοριών, π.χ. η ώρα αφίξεως και αποχωρήσεως από τον τόπο και χώρο εργασίας, οι σελίδες που επισκέφτηκε στον ηλεκτρονικό υπολογιστή, οι τηλεφω­νικές κλήσεις που διεξήγαγε, η ηλεκτρονική αλληλογραφία που διεξήγαγε, τα αρχεία που επεξεργάστηκε στον υπολογιστή του, η εν γένει δραστηριότητά του παρακο­λουθούμενη από οπτικοακουστικά μέσα, η διαδρομή που ακολούθησε με το αυτοκίνητο, οι ιατρικές εξετάσεις του κ.ο.κ.[3]. Βέβαια  για την προστασία του ατόμου – εργαζομένου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προβλέπει ο Ν. 2472/1997, που αποτελεί και το βασικό νομοθετικό πλαίσιο προστασίας του δικαιώματος «πληροφοριακού αυτοκαθορισμού» του, αλλά και ο νόμος 3471/2006. Με τους νόμους αυτούς, το δικαίωμα προστασίας των προσωπικών δεδομένων συνίσταται στο δικαίωμα κάθε ανθρώπου να μην καθίσταται πληροφοριακό αντικείμενο και να συμπροσδιορίζει ο ίδιος ποιες πληροφορίες που τον αφορούν θα καταστούν γνωστές στο περιβάλλον. Ήδη η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων με τις υπ’ αρίθμ. 37/2007, 61/2004, Αποφάσεις της, αλλά κυρίως με την υπ’ αρίθμ. 115/2001 Οδηγία της, έχει σαφώς θέσει το περίγραμμα προστασίας των προσωπικών δεδομένων των εργαζομένων, σε αντιδιαστολή με τον τρόπο άσκησης των αντίθετων δικαιωμάτων των εργοδοτών[4]. Πρόσφατα όμως εκδόθηκε η ως άνω σχολιαζόμενη υπ’ αριθμ. 34/2011 Απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία έκρινε ότι ο εργοδότης μπορεί να επικαλεσθεί ως αιτία καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αόριστου χρόνου συγκεκριμένους σοβαρούς λόγους που τον οδήγησαν στη λύση της σύμβασης, οι οποίοι (λόγοι), αν αποδειχθούν αληθινοί, δικαιολογούν την καταγγελία και δεν την καθιστούν καταχρηστική και άκυρη. Τέτοιοι λόγοι που δικαιολογούν την καταγγελία είναι και εκείνοι που έχουν ως κίνητρο το καλώς νοούμενο συμφέρον τού εργοδότη, όπως εκτός των άλλων, συμβαίνει όταν η καταγγελία έχει πραγματικό κίνητρο την πλημμελή άσκηση των συμβατικών καθηκόντων ή τη μη προσήκουσα εκπλήρωση των υποχρεώσεων του μισθωτού ή όταν έγινε (η καταγγελία), για συμπεριφορά του μισθωτού που δημιουργεί πρόβλημα στην ομαλή και αποδοτική άσκηση της εργασίας και στις ανάγκες της επιχείρησης και κλονίζουν την εμπιστοσύνη προς το πρόσωπό του. Έτσι με την  εν λόγω απόφαση κρίθηκε ότι τέτοια περίπτωση αποτελεί, μεταξύ άλλων και η τακτική επίσκεψη του εργαζομένου σε ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης, (λ.χ. Facebook, Twitter, LinkedIn, κ.λ.π.) κατά τον χρόνο παροχής της εργασίας του, (προφανώς από υπολογιστές της επιχείρησης). Όμως, στην κρινόμενη αυτή απόφαση η αντισυμβατική συμπεριφορά του εργαζομένου δεν στοιχειοθετήθηκε, τουλάχιστον για το θέμα που διαπραγματευόμαστε, με την απόδειξη μιας νόμιμης κατά τα ανωτέρω ηλεκτρονικής παρακολούθησης του εργαζομένου ή/και διαχείρισης των τηλεφωνικών κλήσεων αυτού, αλλά μέσα, κατά πως φαίνεται, από καταθέσεις μαρτύρων, ή από άλλες διαδικασίες, που σε καμία περίπτωση, κατά τη γνώμη του γράφοντος, δεν μπορούσαν επιτρεπτώς να υπερβούν ή αντικαταστήσουν τις νόμιμες προϋποθέσεις παρακολούθησης της συμπεριφοράς του εργαζομένου, πολλώ δε μάλλον όταν η άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη εκδηλώθηκε με την απόλυση του εργαζομένου. Αναμφισβήτητα, η αντίθετη προσέγγιση του θέματος, την οποία υιοθέτησε η απόφαση, οδηγεί σε στρέβλωση του νομικού πλαισίου προστασίας των προσωπικών δεδομένων του εργαζομένου, δια της δικονομικής οδού που σαφώς αποδοκιμάζεται. Οπωσδήποτε όμως, η πρώτη αυτή ενδιαφέρουσα απόφαση δεν πρέπει να κριθεί εκ του αποτελέσματος, δηλαδή με σημείο αναφοράς το δημοσιογραφικό ενδιαφέρον που παράγει ως θέμα αυτό καθ’ εαυτό, αλλά σε σχέση με τα ιδιαίτερα περιστατικά της συγκεκριμένης υπόθεσης, προκειμένου να μη προκληθούν εσφαλμένες παραστάσεις ή συνθήκες αφορισμού των κοινωνικών δικτύων και της λειτουργίας που αυτά επιτελούν, πολλώ δε μάλλον εφόσον υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις που εκδηλώθηκε η αντισυμβατική συμπεριφορά του εργαζομένου δεν του καταλογίστηκε μόνη η περιήγησή του σε γνωστή ιστοσελίδα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά και άλλες επιλήψιμες συμπεριφορές. Σε κάθε περίπτωση, αναμένεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον ο χειρισμός του θέματος από τα ανώτερα Δικαστήρια της χώρας, οπότε και θα αξιολογηθεί εκ νέου η συμβολή της νομολογίας αλλά και της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων στην αντιμετώπιση τέτοιων καινοφανών θεμάτων, υπό το πρίσμα του θεσμού προστασίας των προσωπικών δεδομένων.  

 



[1] βλ. Εισήγηση Χριστίνας Μ. Ακριβοπούλου, «Το δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων μέσα από το φακό του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή», η οποία παρουσιάστηκε στο ΙΑ΄ Συνέδριο του Ομίλου Μάνεση (Σύρος, 18-19 Σεπτέμβρη 2009) και έχει δημοσιευθεί στο περιοδικό Θεωρία και Πράξη Διοικητικού Δικαίου, 7/2011, σελ. 679-691; Βασίλη Παπαγεωργίου, «Δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή».
[2] βλ. Κωνσταντίνα Γ. Αρκουλή, «Προστασία προσωπικών δεδομένων στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες» Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 14 επ.
[3] βλ. εκτεταμένα σχόλια στην υπ’ αρίθμ. 34/2011 Απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών της Δ.Ν., Δικηγόρου Φενερίκης Παναγοπούλου – Κουτνατζή, (ΔΝ, ΜΔΕ – Παν. Αθηνών, Μ.P.Η. – Harvard University), στην Εφημερίδα Διοικητικού Δικαίου, (τεύχος Μαρτίου – Απριλίου 2011), σελ. 205-213.
[4] βλ. (περαιτέρω ανάπτυξη) στα Πρακτικά Επιστημονικής Διημερίδας με θέμα: Προστασία Προσωπικότητας, Τομέας Αστικού Δικονομικού και Εργατικού Δικαίου, Τμήματος Νομικής του Α.Π.Θ., «Υποχρέωση Σεβασμού Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα του Εργαζομένου», Εκδόσεις Σάκκουλα, σελ. 135 επ.