Αριθμός 1288/2025 – ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Α2’ Πολιτικό Τμήμα

    Αριθμός 1288/2025

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Α2’ Πολιτικό Τμήμα

    ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Μαρία Κουφούδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Βενιζελέα, Γεώργιο Σχοινοχωρίτη, Κορνηλία Πανούτσου και Ευαγγελία Γίτση – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.

    ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις [XXXX], με την παρουσία και της γραμματέως [XXXX], για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

    Των αναιρεσειόντων: 1) [XXXX] και 2)[XXXX], [XXXX] [XXXX], αμφοτέρων κατοίκων [XXXX]. Παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Βασίλειο Ζησιμάτο.

    Των αναιρεσιβλήτων: 1) [XXXX], ατομικώς και ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου του συζύγου της [XXXX], ο οποίος απεβίωσε στις [XXXX], 2)[XXXX], με την ιδιότητα της εξ αδιαθέτου κληρονόμου του πατρός της [XXXX] και 3)[XXXX], με την ιδιότητα τον εξ αδιαθέτου κληρονόμου του πατρός του [XXXX], όλων κατοίκων [XXXX]. Εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Σφυρή, ο οποίος ανακάλεσε την από [XXXX] δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ. και παραστάθηκε στο ακροατήριο.

    Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από [XXXX] αγωγή του αρχικού διαδίκου [XXXX] και της ήδη πρώτης αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: [XXXX] μη οριστική, [XXXX] οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και [XXXX] του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από [XXXX] αίτησή τους και τους από [XXXX] προσθέτους αυτής λόγους.

    Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων αυτής λόγων, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

    ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

    1. Η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης, με την οποία προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα, κατά την τακτική διαδικασία με αριθμό [XXXX] τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553. 556, 558, 564, 566 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί για το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 1, 3 Κ. Πολ. Δ.). Παραδεκτά επίσης ασκήθηκαν και οι από [XXXX] πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης με ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε στην γραμματεία του Αρείου Πάγου στις [XXXX] και επιδόθηκε στους αναιρεσίβλητους στις [XXXX] και [XXXX] (βλ. τις υπ’ αρ [XXXX]/[XXXX] κα/[XXXX] /[XXXX] εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών [XXXX]), δηλαδή 30 πλήρεις ημέρες πριν την συζήτηση της αίτησης αναίρεσης στην ανωτέρω αναφερόμενη δικάσιμο, αφού αφορά στα ίδια κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης, που πλήττονται και με την αναίρεση (άρθρο 569 Κ. Πολ. Δ.). Επομένως και οι πρόσθετοι λόγοι της αναίρεσης πρέπει να εξετασθούν για το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 577 παρ. 3 Κ. Πολ. Δ.), αφού συνεκδικαστούν με την ως άνω αίτηση αναίρεσης [άρθρο 246 ΚΠολΔ].
    2. Κατά το άρθρο 68 ΚΠολΔ, δικαστική προστασία έχει το δικαίωμα να ζητήσει όποιος έχει άμεσο έννομο συμφέρον, ενώ κατά το άρθρο 70 του ΚΠολΔ, όποιος έχει έννομο συμφέρον να αναγνωριστεί η ύπαρξη ή η μη ύπαρξη κάποιας έννομης σχέσης, μπορεί να εγείρει σχετική αγωγή. Ως νομιμοποίηση δε των διαδίκων νοείται η εξουσία διεξαγωγής ορισμένης δίκης για συγκεκριμένη έννομη σχέση, δηλαδή για βιοτική σχέση προσώπου με άλλο πρόσωπο ή με αντικείμενο, η οποία καθορίζεται κατά κανόνα από το ουσιαστικό δίκαιο ως προς τους φορείς της και το αντικείμενο της και η οποία έχει ως περιεχόμενο ή ως έννομη συνέπεια δικαίωμα ή υποχρέωση ή δέσμη δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Για τη νομιμοποίηση των διαδίκων αρκεί ο ισχυρισμός του ενάγοντας ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης και η παράθεση στην αγωγή των περιστατικών που θεμελιώνουν τον ισχυρισμό του, η μη απόδειξη των οποίων συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής ως κατ’ ουσίαν αβάσιμης, η δε απόκρουση της νομιμοποίησης ή της συνδρομής εννόμου συμφέροντος από τον εναγόμενο αποτελεί άρνηση, και όχι ένσταση. Η νομιμοποίηση των διαδίκων (ενεργητική και παθητική) και το έννομο συμφέρον συνιστούν διακριτές διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης, η συνδρομή των οποίων ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης με ελεύθερη απόδειξη και η έλλειψη τους συνεπάγεται την απόρριψη της σχετικής αίτησης δικαστικής προστασίας ως απαράδεκτης.(ΑΠ102/2022].. Εξάλλου ως έννομο συμφέρον νοείται κάθε υλικό ή ηθικό όφελος που αναγνωρίζει ο νόμος υπέρ αυτού που ζητεί δικαστική προστασία, εφόσον επιπλέον είναι άμεσο και παρόν. Τα αναγκαία για τη θεμελίωση εννόμου συμφέροντος περιστατικά μπορούν να προταθούν και με τις προτάσεις, εκτός από την περίπτωση της αναγνωριστικής αγωγής, στην οποία το έννομο συμφέρον επιτελεί νομιμοποιητική λειτουργία και πρέπει η προβολή τους να γίνεται μονό με την αγωγή. Οι εν λόγω διαδικαστικές προϋποθέσεις, της νομιμοποίησης των διαδίκων και της συνδρομής εννόμου συμφέροντος, συνιστούν ουσιαστικές προϋποθέσεις παροχής δικαστικής προστασίας, η δε παραβίαση τους εμπίπτει στον αναιρετικό λόγο με αρ. 1 του άρθρου 559,και όχι στον αναιρετικό λόγο με αρ. 14 του ίδιου άρθρου, ο οποίος ανακύπτει μόνο όταν το δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχει τα στοιχεία που θεμελιώνουν τη νομιμοποίηση και δικαιολογούν το έννομο συμφέρον για την άσκησή της (ΟλΑΠ 25/2008). Στην προκειμένη περίπτωση με τον πέμπτο λόγο αναίρεσης οι αναίρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη την από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πλημμέλεια με την αιτίαση ότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτη την αγωγή για έλλειψη παθητικής νομιμοποίησης ως προς την δεύτερη και για έλλειψη εννόμου συμφέροντος ως προς τον πρώτο, παρ’ ότι οι προϋποθέσεις αυτές ουδόλως αποδείχθηκαν. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, καθόσον η επικαλούμενη με αυτόν αιτίαση αφορά σε παραβίαση των ουσιαστικών διαδικαστικών προϋποθέσεων παροχής δικαστικής προστασίας και όχι σε απαράδεκτα από το δικονομικό δίκαιο, πλέον του ότι υπό την επίφαση της ανωτέρω πλημμέλειας πλήττεται η ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί των πραγματικών γεγονότων [άρθρο 561παρ 1 ΚΠολΔ].
    3. Από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της υποχρέωσης προς αποζημίωση, είναι: 1) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), 2) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, 3) υπαιτιότητα 4) ζημία και 5) πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος, μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς (νόμιμου λόγου ευθύνης) και αποτελέσματος (ζημίας). Το παράνομο της συμπεριφοράς συνδέεται με αντίθεση προς διάταξη που απαγορεύει τη συγκεκριμένη πράξη, είναι δε αδιάφορο σε ποιο τμήμα του δικαίου βρίσκεται η διάταξη που απαγορεύει την ένδικη συμπεριφορά. (ΟλΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 8/2018, ΑΠ 75/2020]. Από την ίδια διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 147-149 ΑΚ και 386 ΠΚ προκύπτει ότι, γενεσιουργό λόγο υποχρέωσης σε αποζημίωση αποτελεί και η απατηλή συμπεριφορά σε βάρος του ζημιωθέντος, η οποία υπάρχει όταν κάποιος από δόλο, προκαλεί, ενισχύει ή διατηρεί με κάθε μέσο ή τέχνασμα σε άλλον, τη σφαλερή αντίληψη πραγματικών γεγονότων, ένεκα της οποίας αυτός προβαίνει σε δήλωση βούλησης ή επιχείρηση πράξης, από την οποία υφίσταται ζημία, εφόσον το χρησιμοποιηθέν απατηλό μέσο υπήρξε αποφασιστικό για τη γενομένη δήλωση βούλησης ή την επιχειρηθείσα πράξη. Για τη θεμελίωση του αιτιώδους συνδέσμου, στην περίπτωση αδικοπρακτικής απάτης, είναι αδιάφορο, αν οι παραπλανητικές ενέργειες ήταν η μοναδική αιτία της πλάνης, δεν αποκλείει δε τον αιτιώδη σύνδεσμο η ελαφρότητα, η αμέλεια και το ευεπίφορο του παθόντος στη δημιουργία πλάνης, που δεν θα μπορούσε να δημιουργηθεί σε ένα προσεκτικότερο ή συνετότερο άτομο. (ΑΠ 832/2022, ΑΠ 932/2014, ΑΠ 16/2005). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 386 ΠΚ, συνάγεται ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτείται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε άλλος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον ενέργεια. Ως «γεγονότα» νοούνται πραγματικά περιστατικά, αναγόμενα στο παρελθόν ή το παρόν, αλλά όχι εκείνα, τα οποία πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις και οι συμβατικές υποχρεώσεις, εκτός εάν οι τελευταίες συνδέονται ταυτοχρόνως με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, αναφερομένων στο παρόν ή το παρελθόν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης με βάση την εμφανιζομένη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από τον δράστη, ο οποίος έχει λάβει την απόφαση και έχει εξαρχής πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του (ΑΠ 766/2024, ΑΠ 1301/2015).
    4. Στην ένδικη αγωγή επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση οι ενάγοντες εξέθεταν ότι τυγχάνουν σύζυγοι και η δεύτερη εξ αυτών αδελφή του πρώτου εναγομένου-ήδη πρώτου εφεσίβλητου, ο οποίος είναι σύζυγος της δεύτερης εναγόμενης- ήδη δεύτερης εφεσίβλητης. Ότι μεταξύ των δύο οικογενειών υπήρχαν πάντοτε άριστες συγγενικές σχέσεις. Ότι οι εναγόμενοι ήταν συγκύριοι, σε ποσοστό % εξ αδιαιρέτου έκαστος εξ αυτών, ενός γραφείου πολυώροφης οικοδομής κειμένης επί της [XXXX], το οποίο αποτελούσε έδρα της ατομικής τους επιχείρησης και της εταιρίας «[XXXX]», η οποία είχε ως αντικείμενο εργασιών της τη διοργάνωση θεαμάτων (συναυλιών, παραστάσεων κλπ.) και στην οποία η δεύτερη εκ των εναγομένων συμμετείχε ως αντιπρόεδρος του ΔΣ της, δυνάμει του από [XXXX] πρακτικού ΔΣ και δη μέχρι τις [XXXX], οπότε και αποχώρησε και στη συνέχεια επανήλθε στη διοίκηση της εταιρίας σύμφωνα με το από [XXXX] πρακτικό ΓΣ και ΔΣ και παρέμεινε σε αυτό σύμφωνα με το από [XXXX] πρακτικό ΔΣ της εταιρίας αυτής. Ότι αρχές του μηνός [XXXX], ο πρώτος εναγόμενος τηλεφώνησε στη δεύτερη εξ αυτών (εναγόντων) – αδελφή του και της ανακοίνωσε ότι προτίθενται να πωλήσουν το ως άνω γραφείο τους. Ότι αυτή (δεύτερη ενάγουσα) λίγες ημέρες αργότερα επισκέφθηκε το ως άνω γραφείο και εκεί οι εναγόμενοι, εκμεταλλευόμενοι τη στενή συγγενική τους σχέση και την απόλυτη εμπιστοσύνη που είχε αυτή (δεύτερη ενάγουσα) προς το πρόσωπο τους, της παρέστησαν ψευδώς ότι οι λόγοι της επικείμενης πώλησης δεν οφείλονταν σε πτώση της επαγγελματικής τους δραστηριότητας, αλλά στην απόφασή τους να επεκταθούν οικονομικά λόγω της ραγδαίας αύξησης του κύκλου εργασιών τους, με την προσέλκυση ήδη υπαρκτών πελατών και στην κατ’ επέκταση ανεπάρκεια του χώρου εξυπηρέτησης των επαγγελματικών τους αναγκών, γεγονός ψευδές διότι ουδέποτε σημειώθηκε αύξηση του κύκλου εργασιών τους, ούτε είχαν μεταβληθεί οι συνθήκες εργασίας τους, αλλά το αληθές ήταν ότι η οικονομική τους στενότητα δεν ήταν προσωρινή αλλά διαρκής, καθόσον είχαν μεγάλες οφειλές προς τρίτους (δημόσιο, τράπεζες κλπ.) και σκοπός τους δεν ήταν η πώληση του ακινήτου τους αλλά η κάλυψη των αναγκών πολυτελούς διαβίωσή τους με την απόσπαση της περιουσίας αυτών (εναγόντων) και με αντίστοιχη ζημία τους. Ότι τους ζήτησαν να αγοράσουν αυτοί (ενάγοντες) το ακίνητο, λόγω της συγγενικής τους σχέσης, αντί τιμήματος [XXXX], το οποίο, κατόπιν μεταξύ τους διαπραγματεύσεων, μειώθηκε στο ποσό των [XXXX]. Ότι προκειμένου να τους πείσουν να επενδύσουν τα χρήματά τους στην επικαλούμενη αγορά του εν λόγω ακινήτου, τους παρέστησαν ψευδώς ότι η αξία του θα αυξηθεί, λόγω της επικείμενης μεταφοράς κυβερνητικών και βουλευτικών γραφείων και άλλων υπηρεσιών της Βουλής των Ελλήνων στο γειτονικό χώρο του πρώην ιπποδρόμου Φαλήρου. Ότι, επιπλέον, τους παρέστησαν ψευδώς ότι προτιμούσαν να το αγοράσουν αυτοί (ενάγοντες), ώστε να μπορούν στο μέλλον να το επαναγοράσουν ή και να το μισθώσουν οι ίδιοι (εναγόμενοι), ως υποκατάστημα της επιχείρησής τους. Ότι με παρότρυνση των εναγομένων επισκέφθηκαν τα νέα γραφεία τους, τα οποία είχαν οργανωθεί με εμφανή πολυτέλεια, όπου τους παρέστησαν ψευδώς ότι είχαν προσλάβει πλήθος νέων συνεργατών διαφορετικών ειδικοτήτων, ενισχύοντάς τους την ψευδή πεποίθηση που τους είχαν δημιουργήσει για την επαγγελματική τους πρόοδο. Ότι οι εναγόμενοι τους ζήτησαν να μεταθέσουν το χρόνο υπογραφής του συμβολαίου, μέχρι [XXXX], παριστάνοντάς τους ψευδώς ότι έπρεπε να τακτοποιήσουν μικρές φορολογικές τους εκκρεμότητες εκ ποσού [XXXX] περίπου και προτείνοντάς τους να προκαταβάλλουν το τίμημα και να περιμένουν μέχρι τότε ([XXXX]) για την οριστική υπογραφή του συμβολαίου. Ότι, κατόπιν τούτων, αυτοί (ενάγοντες), πειθόμενοι από τις ανωτέρω ψευδείς παραστάσεις των εναγομένων, αποφάσισαν να λάβουν δάνειο σε ευρώ με εγγύηση μετρητών («cash collateral») τα [XXXX], που είχαν αποταμιεύσει. Ότι το δάνειο εγκρίθηκε και εκταμιεύθηκε στις [XXXX] το ποσό [XXXX], εκ του οποίου αυτοί (ενάγοντες) κατέβαλαν στους εναγόμενους το ποσό των [XXXX] σε επιταγές και μετρητά για κάλυψη των υποχρεώσεων τους, όπως τους ζήτησαν οι ίδιοι, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα εκεί (αγωγή). Ότι στις [XXXX], με την παράδοση του υπόλοιπου των μετρητών και των επιταγών, οι εναγόμενοι τους παρέδωσαν τα συμβόλαια του γραφείου, την πράξη εξοφλήσεώς του, πιστοποιητικά μεταγραφής και τα κλειδιά του, καθώς και μια ισόποση επιταγή εις διαταγή της εκδότριας εταιρίας τους, ποσού [XXXX], την οποία συμφώνησαν να επιστρέφουν την ημέρα υπογραφής του συμβολαίου. Ότι, επιπλέον, οι εναγόμενοι, εκμεταλλευόμενοι την εμπιστοσύνη που είχαν αυτοί (ενάγοντες) προς το πρόσωπο τους λόγω των στενών συγγενικών τους σχέσεων, τους παρέστησαν ψευδώς ότι θα αναλάβουν οι ίδιοι τα έξοδα μεταβίβασης και τις αμοιβές των δικηγόρων, έτσι αυτοί (ενάγοντες) δεν συμβουλεύθηκαν νομικό παραστάτη και μηχανικό, προκειμένου να προβούν στους απαραίτητους ελέγχους, πειθόμενοι από τα λεγάμενα των εναγομένων ότι το ακίνητο δεν είχε βάρη, πεποίθηση που ενισχύθηκε από τις αγγελίες πώλησης που είχαν καταχωρήσει οι εναγόμενοι στην εφημερίδα «[XXXX]», ενώ η αλήθεια ήταν ότι στο εν λόγω ακίνητο είχαν εγγράφει τρεις κατασχέσεις και δύο προσημειώσεις υποθήκης για συνολικές οφειλές άνω των [XXXX], γεγονός που αν το γνώριζαν δεν θα προέβαιναν στην ανωτέρω καταβολή. Ότι περί τα τέλη μηνός [XXXX] 2008 αυτοί (ενάγοντες) επισκέφθηκαν τους εναγόμενους στα καινούργια τους γραφεία, προκειμένου να κανονίσουν την ολοκλήρωση της μεταβίβασης του ως άνω ακινήτου. Ότι οι εναγόμενοι για πρώτη φορά τους ανέφεραν ότι αποφάσισαν να δανειοδοτηθούν με προσημείωση υποθήκης επί του τριώροφου ακινήτους τους στο [XXXX], που ανήκει κατά ψιλή κυριότητα στη δεύτερη εξ αυτών και κατ’ επικαρπία στον υιό τους, [XXXX], για λήψη δανείου, προκειμένου να τακτοποιήσουν την εφορία και έτσι να ολοκληρωθεί η μεταβίβαση του ακινήτου τους σε αυτούς (ενάγοντες), καθώς και ότι με τα χρήματα αυτά σκόπευαν επίσης να καλύψουν τις σπουδές του υιού τους σε κορυφαίο βρετανικό πανεπιστήμιο στο οποίο ήδη φοιτούσε. Ότι, επιπλέον, τους παρέστησαν ψευδώς ότι ανέμεναν μεγάλα χρηματικά ποσά από συναυλίες που σκόπευαν να οργανώσουν με ξένους καλλιτέχνες και ότι συζητούσαν με πολύ ισχυρούς επιχειρηματίες οι οποίοι ενδιαφέρονταν να επενδύσουν στην επιχείρησή τους. Ότι, κατόπιν τούτων, τους ζήτησαν να επιδείξουν περαιτέρω μικρή υπομονή για την υπογραφή του ως άνω συμβολαίου. Ότι, επιπλέον, οι εναγόμενοι τους παρέστησαν ψευδώς ότι είχαν λάβει έγκριση για δάνειο [XXXX], για την εξασφάλιση του οποίου θα εγγυούνταν με το πιο πάνω ακίνητο τους, πλην όμως λόγω του ύψους του καθυστερούσε να εκταμιευθεί. Ότι, στη συνέχεια, τους παρέστησαν ψευδώς ότι απαιτείτο άμεσα να καταβληθεί το ποσό των [XXXX] μέχρι να εκταμιευθεί το πρώτο μέρος του δανείου, προκειμένου να πληρωθούν όλες οι άμεσες υποχρεώσεις τους στην εφορία, στο ΙKA και σε επιταγές σε τρίτους, ώστε να αποφευχθούν διαμαρτυρίες προς τις τράπεζες, που θα εμπόδιζαν τη δανειοδότηση τους και παράλληλα να τους χορηγηθεί φορολογική ενημερότητα και ότι από την πρώτη εκταμίευση ποσού [XXXX] ευρώ εκ του δανείου, οι εναγόμενοι θα τους εξοφλούσαν το ποσό του δανείου των [XXXX] και θα υπέγραφαν και το συμβόλαιο μεταβίβασης του ως άνω ακινήτου. Ότι, κατόπιν τούτων, αυτοί (ενάγοντες), πειθόμενοι από τα λεγάμενα των εναγόμενων, έλαβαν δάνειο με την ίδια ως άνω μέθοδο, το οποίο εκταμιεύθηκε στις [XXXX] και το οποίο παρέδωσαν στους εναγόμενους σε μετρητά και επιταγές, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα εκεί (αγωγή). Ότι [XXXX] οι εναγόμενοι τους ανακοίνωσαν ότι υπήρχε πρόβλημα στη δανειοδότησή τους λόγω της εγγραφής του πρώτου εξ αυτών στα δυσμενή στοιχεία του Τειρεσία και τους πρότειναν να εισέλθει η δεύτερη εξ αυτών (ενάγουσα) στην εταιρία τους , προκειμένου να επιτευχθεί η δανειοδότησή της. Ότι αυτή (δεύτερη ενάγουσα) σε επίσκεψή της στο γραφείο της εταιρίας, πληροφορήθηκε από το γραμματέα τους, [XXXX], ότι το έτος 2007 είχαν υποστεί οικονομική καταστροφή λόγω των πυρκαγιών και της ματαίωσης προγραμματισμένων παραστάσεων. Ότι πριν την αποκάλυψη της σε βάρος τους απάτης είχαν καταβάλει στους εναγόμενους το συνολικό ποσό των [XXXX] για την κάλυψη των σπουδών του υιού τους και το ποσό των [XXXX] για χρηματικές ανάγκες των τέκνων τους.
    5. Η έλλειψη εξειδίκευσης των πραγματικών περιστατικών, που θεμελιώνουν κατ’ αρχήν το ασκούμενο με την αγωγή ή την ένσταση ουσιαστικό δικαίωμα και αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του αντίστοιχου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, χαρακτηρίζεται ως ποσοτική αοριστία της αγωγής ή της ένστασης, ενώ η επίκληση απλώς των στοιχείων του νόμου χωρίς αναφορά πραγματικών περιστατικών χαρακτηρίζεται ως ποιοτική αοριστία της αγωγής ή της ένστασης και ελέγχονται και οι δύο αναιρετικά με λόγο από τον αριθμό 8 ή αναλόγως 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, ο από το άρθρο 559 αριθ. 8 λόγος αναίρεσης ιδρύεται, αν το δικαστήριο έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, λαμβάνοντας υπόψη αναγκαία για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα, που δεν εκτίθενται σ’ αυτήν ή εάν απέρριψε ως αόριστη ή μη νόμιμη την αγωγή, παραγνωρίζοντας εκτιθέμενα για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα, που με επάρκεια εκτίθενται σ’ αυτήν, ενώ ο από το άρθρο 559 αριθ. 14 λόγος αναίρεσης ιδρύεται, αν το δικαστήριο, παρά τη μη επαρκή έκθεση σ’ αυτήν των στοιχείων που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, την έκρινε ορισμένη, θεωρώντας ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια ή εάν παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών την απέρριψε ως αόριστη. [ΑΠ 198/2023]. Στο πλαίσιο αυτό αναγκαίο στοιχείο της αγωγής, για να είναι αυτή ορισμένη αποτελεί, κατά το άρθρο 216 § 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 106, 117, 118, 335 και 338 του ίδιου Κώδικα, η πληρότητα της ιστορικής της βάσης, δηλαδή η σαφής έκθεση στο αγωγικό δικόγραφο όλων των γεγονότων, είτε του εξωτερικού είτε του εσωτερικού κόσμου, τα οποία σύμφωνα με τον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου θεμελιώνουν την αιτούμενη έννομη συνέπεια (ΑΠ 266/2018, ΑΠ 339/2017, ΑΠ 1596/2017). Στις προϋποθέσεις για την ύπαρξη αδικοπρακτικής ευθύνης κατ’ άρθρο 914 του ΑΚ και συνεπώς της υποχρέωσης του υπαιτίου προς αποζημίωση του αδικηθέντος περιλαμβάνονται η επέλευση ζημίας και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ανθρώπινης συμπεριφοράς και της ζημίας. Στην προκειμένη περίπτωση από την προαναφερθείσα επισκόπηση της ένδικης αγωγής των εναγόντων, εκτίθενται τα ακόλουθα ως προς τα καταβληθέντα από αυτούς στους εναγόμενους και λόγω της επικαλούμενης από αυτούς αδικοπρακτικής τους απάτης ποσά των [XXXX] και [XXXX]. «Επιπλέον πριν αποκαλυφθεί η σε βάρος μας απάτη των εναγόμενων τους είχαμε διευκολύνει και με διάφορα ποσά, ύψους [XXXX] για την πληρωμή των διδάκτρων φοίτησης του τέκνου τους στην Αγγλία, των εξόδων μετάβασης της δεύτερης εναγόμενης στην Αγγλία και για την πληρωμή της κινητής τηλεφωνίας, και το ποσό των [XXXX] για έξοδα των τέκνων των εναγόμενων». Σημειώνεται ότι η ιστορική βάση της αγωγής στηρίζεται στην αδικοπρακτική απάτη των εναγομένων, εξαιτίας της οποίας οι ενάγοντες παραπλανηθέντες με τις προαναφερόμενες ψευδείς παραστάσεις αυτών [εναγομένων] πείσθηκαν να τους καταβάλλουν μεταξύ άλλων και τα ανωτέρω ποσά. Υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή δεν αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν την αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγόμενων, και ειδικότερα οι ψευδείς παραστάσεις που οι εναγόμενοι ισχυρίσθηκαν, εξ’ αιτίας των οποίων παραπλανήθηκαν και οδηγήθηκαν στην καταβολή των ανωτέρω ποσών. Μετά ταύτα ως προς τα ανωτέρω κονδύλια η αγωγή ήταν αόριστη και επομένως, το Εφετείο, που με την προσβαλλόμενη απόφασή του, παρά το νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτο, υπέπεσε στην από το άρθρο 559 αριθ. 14 πλημμέλεια. Κατά συνέπεια τούτων είναι βάσιμος ο πρώτος πρόσθετος αναιρετικός λόγος, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες προβάλλουν την ανωτέρω αιτίαση. Περαιτέρω, καθίσταται αλυσιτελής η εξέταση του πρώτου λόγου αναίρεσης που αφορά στα ανωτέρω ποσά και στην από το αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, πλέον του ότι ο λόγος αυτός είναι βάσιμος εφόσον κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης «οι ενάγοντες κατέβαλαν ως δάνειο το ποσό [XXXX]».

    6.α] Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με εσφαλμένη εφαρμογή). Αν δε το δικαστήριο ερεύνησε την υπόθεση στην ουσία της, πρέπει να εκτίθεται με πληρότητα και οι κρίσιμες σχετικές παραδοχές, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά, υπό τα οποία και συντελέστηκε η προβαλλόμενη παραβίαση των κανόνων ουσιαστικού δικαίου. Διότι μόνον ενόψει των ουσιαστικών αυτών παραδοχών μπορεί να ελεγχθεί, αν η νομική πλημμέλεια που αποδίδεται στην απόφαση οδήγησε σε εσφαλμένο διατακτικό, από το οποίο να εξαρτάται τελικά η ευδοκίμηση της αναίρεσης (ΟλΑΠ 20/2005, ΑΠ 1037/2023). Ο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου λόγος αναίρεσης είναι δυνατό να φέρεται ότι πλήττει την προσβαλλομένη απόφαση για παραβίαση τέτοιου κανόνα, αλλά, στην πραγματικότητα, υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων παραβιάσθηκε κανόνας δικαίου, να πλήττει την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε ο λόγος αναίρεσης θα απορριφθεί ως απαράδεκτος, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, γιατί πλήττει την ανέλεγκτη, περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. (Α.Π. 1223/2022, Α.Π.894/2020). Εξάλλου για το ορισμένο του ανωτέρω από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγου αναίρεσης, πρέπει να διαλαμβάνονται στο αναιρετήριο: α) η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε και μάλιστα ενάριθμα και η διαγνωσθείσα βάση αυτής έννομη συνέπεια, β) οι παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά (ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού) και θεμελίωσαν την κρίση του δικαστηρίου ως προς τη βασιμότητα ή μη της αγωγής ή του ισχυρισμού και γ) το αποδιδόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση νομικό σφάλμα ως προς την εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου, ήτοι η αποδιδομένη με τον λόγο αναίρεσης πλημμέλεια (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 20/2005, ΟλΑΠ 27/1998).

    β] Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του, που παραδεκτά επισκοπείται κατά το άρθρο 561 παρ 2 ΚΠολΔ δέχθηκε κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα ακόλουθα: Οι εναγόμενοι, που είναι [XXXX] και συγκύριοι κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου έκαστος μιας οριζόντιας ιδιοκτησίας – γραφείο ευρισκόμενο σε πολυώροφη οικοδομή κειμένης στην [XXXX], εκμεταλλευόμενοι τη στενή συγγενική σχέση και την απόλυτη εμπιστοσύνη που είχε η δεύτερη ενάγουσα [ήδη δεύτερη αναιρεσίβλητη] προς το πρόσωπο του αδελφού της [πρώτου εναγόμενου ήδη πρώτου αναιρεσείοντος], γνωρίζοντας επιπλέον ότι ο πρώτος ενάγων – [XXXX] της δευτέρας [XXXX] [ο οποίος απεβίωσε στις [XXXX] και κληρονομήθηκε εξ’ αδιαθέτου από την [XXXX] του και τα τέκνα του ήδη αντιστοίχως πρώτη, δεύτερη και τρίτο αναιρεσίβλητους] είχε αποταμιευμένες [XXXX] από την επί σειρά δεκαετιών εργασία του στο Σουδάν, εξύφαναν σχέδιο εξαπάτησης τους, με σκοπό την απόσπαση της περιουσίας των εναγόντων και τον παράνομο πλουτισμό τους με αντίστοιχη περιουσιακή ζημία των πρώτων. Προς τούτο οι εναγόμενοι διαβεβαίωσαν ψευδώς την πρώτη ενάγουσα ότι προτίθενται να πωλήσουν το ανωτέρω ακίνητο, που αποτελούσε έδρα της ατομικής επιχείρησης του πρώτου αλλά και της κοινής τους εταιρείας με την επωνυμία ‘[XXXX]’, λόγω της ανόδου της επαγγελματικής τους πορείας, της επελθούσης ραγδαίας αύξησης του κύκλου εργασιών τους, της ανεπάρκειας του χώρου του ως άνω ακινήτου να εξυπηρετήσει τις επαγγελματικές τους ανάγκες και του τεράστιου ανταγωνισμού, ο οποίος έκανε επιτακτική την ανάγκη επένδυσης στον εργασιακό τους χώρο προκειμένου να προσελκύσουν περισσότερους ήδη υπαρκτούς μεγάλους πελάτες, ενώ το αληθές ήταν η διαρκής οικονομική τους στενότητα, καθόσον είχαν μεγάλες οφειλές προς τρίτους, και μετά τις πυρκαγιές του θέρους του 2007 η επιχείρησή τους βίωνε μεγάλη πτώση του κύκλου εργασιών της λόγω της ακύρωσης των συναυλιών και παραστάσεων που είχε αναλάβει με αντίστοιχη ζημία της ύψους [XXXX] από προκαταβολές που είχαν δοθεί και δεν είχαν επιστραφεί, όπως οι ίδιοι οι εναγόμενοι συνομολόγησαν στις προτάσεις τους. Οι εναγόμενοι ζήτησαν από την πρώτη ενάγουσα να αγοράσει αυτή και ο σύζυγος της το ανωτέρω ακίνητο αντί τιμήματος [XXXX], παριστάνοντας επί πλέον ψευδώς ότι η αξία του θα αυξανόταν τα επόμενα έτη, σύμφωνα με εμπιστευτικές από πολιτικές πηγές πληροφορίες τους, καθόσον η περιοχή θα αναπτυσσόταν λόγω μεταφοράς κυβερνητικών και βουλευτικών γραφείων και άλλων υπηρεσιών της Βουλής των Ελλήνων στο γειτονικό χώρο του πρώην ιπποδρόμου Φαλήρου, εξέλιξη η οποία θα εκτόξευε τις αξίες των ακινήτων σε όλη την .περιοχή και ιδίως των επαγγελματικών στεγών. Κατά το συμφωνηθέντα χρόνο υπογραφής του συμβολαίου, οι εναγόμενοι ζήτησαν να μετατεθεί ο χρόνος αυτός [XXXX], επικαλούμενοι ψευδώς ότι έπρεπε προηγουμένως να τακτοποιήσουν φορολογική τους εκκρεμότητα [XXXX], γεγονός που τους εμπόδιζε να εκδώσουν φορολογική ενημερότητα για την οποία απαιτούνταν μετρητά χρήματα τα οποία εκείνοι στη δεδομένη χρονική στιγμή δεν είχαν. Έτσι οι ενάγοντες πειθόμενοι από τις ανωτέρω ψευδείς παραστάσεις των εναγόμενων, τους παρέδωσαν το χρηματικό ποσό των [XXXX] που αντιστοιχούσε στο τίμημα της πώλησης και οι εναγόμενοι τους παρέδωσαν τους τίτλους κτήσης κυριότητας του ακινήτου, παριστάνοντας σ’ αυτούς ψευδώς ότι θα αναλάμβαναν αυτοί τα έξοδα της μεταβίβασης, ώστε να μην διαπιστωθεί από το δικηγόρο των εναγόντων η ύπαρξη βαρών επί του ακινήτου για το συνολικό ποσό των [XXXX], στο οποίο ήταν εγγεγραμμένες δυο αναγκαστικές κατασχέσεις και μια προσημείωση υποθήκης, γεγονός το οποίο τους απέκρυψαν Ότι οι εναγόμενοι προέβησαν στις ανωτέρω ψευδείς παραστάσεις προς τους ενάγοντες, εν γνώσει του ψεύδους τους, καθόσον το αληθές ήταν ότι ουδέποτε είχαν σκοπό να τους πωλήσουν το εν λόγω ακίνητο τους’ Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές το Εφετείο δέχθηκε ότι οι εναγόμενοι πρέπει να υποχρεωθούν να καταβάλλουν στους ήδη αναιρεσίβλητους το ανωτέρω ποσό των [XXXX].

    γ] Με την πρώτη αιτίαση κατά το οικείο σκέλος του πρώτου λόγου αναίρεσης, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν την από το άρθρο 559 αρ 1α ΚΠολΔ πλημμέλεια, συνιστάμενη στο ότι η υπό κρίση αγωγή είναι νόμω αβάσιμη ως προς το αιτούμενο ποσό των [XXXX] που αφορά ζημία που υπέστησαν οι ενάγοντες, από τις κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή ψευδείς παραστάσεις των εναγομένων, διότι το ως άνω ποσό των [XXXX] δεν καταβλήθηκε ως τίμημα πώλησης και σε κάθε περίπτωση οι αναφερόμενες ως ψευδείς παραστάσεις δεν ήταν επαρκείς, αποφασιστικές και ικανές να επιφέρουν την συγκεκριμένη περιουσιακή διάθεση συνεπεία απάτης, εφόσον δεν είχε συναφθεί εγγράφως τέτοια σύμβαση Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος. Τούτο δε διότι κατά τα εκτιθέμενα όπως παραπάνω αναφέρονται στην ένδικη αγωγή , το ποσό [XXXX], αφορά την ζημία που υπέστησαν οι ενάγοντες από την εις βάρος τους αδικοπραξία των εναγομένων διαλαμβάνοντας με πληρότητα στο δικόγραφο α] όλα τα κατά νόμο αναγκαία πραγματικά περιστατικά, που συνιστούν την αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων [εν γνώσει τους παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών και εκ δόλου ενίσχυση και διατήρηση της σφαλερής εντύπωσης των εναγόντων ], β] τη ζημία που υπέστησαν και γ] τον αιτιώδη σύνδεσμο, με την έννοια της επαρκούς και πρόσφορης αιτίας, μεταξύ της συγκεκριμένης θετικής τους ζημίας και της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των εναγομένων.

    δ]Περαιτέρω με τον πρώτο λόγο αναίρεσης κατά το οικείο σκέλος αυτού οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη την από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια για ευθεία παραβίαση των ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 914, 147-149 του ΑΚ και 386 του ΠΚ με τις ειδικότερες αναφερόμενες στο αναιρετήριο αιτιάσεις, όπως αυτές ακολούθως εξειδικεύονται Υπό τις προαναφερθείσες παραδοχές της προσβαλλόμενης το Εφετείο ορθώς υπήγαγε τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά στις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 330, 914, 297, 298 Α.Κ. και 386 Π.Κ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, καθόσον στοιχειοθετούν την αδικοπρακτική απάτη των εναγομένων – ήδη αναιρεσεισάντων και δη την παράνομη και υπαίτια (υπό τη μορφή του δόλου) συμπεριφορά τους, που συνίσταται στην με σκοπό παράνομου πλουτισμού τους με αντίστοιχη περιουσιακή βλάβη των εναγόντων, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών και την αθέμιτη απόκρυψη αληθινών γεγονότων, εξαιτίας των οποίων οι ενάγοντες παραπλανήθηκαν καταβάλλοντας το ποσό [XXXX], η οποία [συμπεριφορά] τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την προκληθείσα σ’ αυτούς ζημία, καθόσον ήταν ικανή, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, να επιφέρει κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων το ανωτέρω επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση, και, συνεπώς, θεμελιώνει την ένδικη αξίωση των αναιρεσιβλήτων προς αποζημίωση Και τούτο εφόσον κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης οι εναγόμενοι με την αθέμιτη απόκρυψη του αληθινού γεγονότος ότι το ένδικο ακίνητο, συνιδιοκτησίας τους ήταν βεβαρημένο για το συνολικό ποσό [XXXX], και την παράσταση του ψεύδους ότι προτίθενται να πωλήσουν το ακίνητο για λόγους που αφορούσαν στην επέκταση των εργασιών της εταιρείας τους και την ανάγκη εξεύρεσης νέου μεγαλύτερου ακινήτου, ενώ το αληθές ήταν ότι υπήρχε διαρκής οικονομική δυσχέρεια, εφόσον ήδη από το [XXXX] είχαν υποστεί ζημία ύψους [XXXX], εκμεταλλευόμενοι και τη στενή οικογενειακή τους σχέση, τους έπεισαν ότι προτίθενται να πωλήσουν το ακίνητο τους αντί τιμήματος [XXXX], ενώ το αληθές ήταν όχι η πώληση αλλά η παράνομη και άνευ αιτίας απόκτηση από την περιουσία τους του ανωτέρω ποσού, το οποίο οι ενάγοντες τους κατέβαλαν, υφιστάμενοι έτσι ισόποση ζημία. Επίσης η αποδιδόμενη από τους αναιρεσείοντες αιτίαση ότι το Εφετείο εσφαλμένως ερμήνευσε και εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 386 ΠΚ, εφόσον οι αναφερόμενες στις παραδοχές της προσβαλλόμενης ψευδείς παραστάσεις δεν ήταν ικανές να εξαπατήσουν τους αναιρεσίβλητους, αφού κανείς συναλλασσόμενος κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων δεν προκαταβάλλει το τίμημα της πώλησης χωρίς να προηγηθεί η κατάρτιση συμβολαιογραφικού προσυμφώνου ή οριστικού συμβολαίου, είναι αβάσιμος. Και τούτο διότι σύμφωνα και με την ανωτέρω νομική σκέψη δεν αποκλείεται η απάτη ακόμη και αν οι απατηθέντες είναι αμελείς, όπως στην προκειμένη περίπτωση που κατέβαλαν, πεισθέντες από την απόκρυφη αληθινών γεγονότων και τις ψευδείς παραστάσεις των αναιρεσειόντων το ποσό [XXXX], ως τίμημα για τη δήθεν συμφωνηθείσα πώληση, χωρίς να τηρηθεί ο αναγκαίος τύπος για την κατάρτιση της σύμβασης αυτής. Επίσης με το σχετικό σκέλος του πρώτου λόγου αναίρεσης οι αναιρεσείοντες προβάλλουν την αιτίαση ότι δεν συνιστά γεγονός η στο μέλλον αύξηση της αγοραίας αξίας του ακινήτου λόγω της επικείμενης μεταστέγασης στην εν λόγω περιοχή, όπου αυτό βρίσκεται, κυβερνητικών και βουλευτικών γραφείων. Η αιτίαση όμως, αυτή είναι αβάσιμη, καθόσον το Εφετείο με τις παραδοχές του ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε την διάταξη του άρθρου 386 ΠΚ, και τούτο διότι, στοιχειοθετείται απάτη και στην περίπτωση του ανωτέρω αναφερόμενου στο μέλλον γεγονότος, εφόσον αυτό συνοδεύεται από ψευδείς παραστάσεις άλλων γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν, όπως στην προκειμένη περίπτωση που οι απατώντες έπεισαν τους απατηθέντες ότι επιθυμούν να πωλήσουν το ακίνητο τους, ενώ σκοπός τους ήταν η απόσπαση από τους τελευταίους του χρηματικού ποσού [XXXX], το οποίο εν τέλει επετεύχθη με την απόκρυψη από αυτούς του γεγονότος ότι στο ακίνητο υπήρχαν εγγραφές βαρών και την παράσταση σε αυτούς του γεγονότος ότι ο λόγος πώλησης του ακινήτου τους ήταν η αύξηση του κύκλου εργασιών τους , ενώ η επιχείρησή τους παρουσίαζε μεγάλη πτώση. Περαιτέρω η με τον ανωτέρω πρώτο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης λοιπές αιτιάσεις των αναιρεσειόντων για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 914, 147-149 ΑΚ και 386 ΠΚ, είναι απαράδεκτος, καθόσον υπό την επίφαση του ως άνω λόγου πλήττεται η προσβαλλόμενη κατά την ανέλεγκτη από το δικαστήριο της ουσίας κατ’ άρθρο 561 παρ 1 ΚΠολΔ εκτίμηση των αποδείξεων.

    ε] Ακολούθως οι αναιρεσείοντες με τον πρώτο λόγο αναίρεσης κατά το δεύτερο σκέλος του προσάπτουν στην προσβαλλόμενη την από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, που συνίσταται στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 914 , 147-149 ΑΚ και 386 ΠΚ, ως προς τις ψευδείς παραστάσεις αναφορικά με την εκ μέρους τους λήψη δανείου [XXXX]. Ο ανωτέρω λόγος είναι απαράδεκτος λόγω της αοριστίας του, καθόσον, δεν αναφέρονται στο αναιρετήριο το αποδιδόμενο σφάλμα περί την ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων και η επίδρασή τους στο διατακτικό της απόφασης καθώς και οι κρίσιμες πραγματικές παραδοχές της προσβαλλόμενης, υπό τις οποίες συντελέστηκε η αποδιδόμενη παράβαση.

    1. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ. 19 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα, που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Για το ορισμένο του λόγου αυτού πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια ή η αντίφαση των αιτιολογιών, δηλαδή ποιες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση ή που εντοπίζονται οι αντιφάσεις (Ολ.ΑΠ 20/2005). Στην προκειμένη περίπτωση οι αναιρεσείοντες με τον πρώτο λόγο αναίρεσης κατά το δεύτερο σκέλος αυτού προσάπτουν στην προσβαλλόμενη την από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια που συνίσταται στην ανεπάρκεια και στην αντιφατικότητα των αιτιολογιών της. Πλην, όμως ο ανωτέρω λόγος είναι απαράδεκτος, λόγω της αοριστίας του, διότι στο αναιρετήριο δεν υπάρχει εξειδίκευση της πλημμέλειας που προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, και δη ως προς την έλλειψη των αιτιολογιών δεν αναφέρονται τα επιπλέον ουσιώδη πραγματικά περιστατικά που έπρεπε να περιέχονται στην απόφαση, να προσδιορίζεται ως προς τι υπάρχει και σε τι συνίσταται η έλλειψη του νομικού χαρακτηρισμού των ουσιωδών περιστατικών που έγιναν δεκτά, για τις δε αντιφατικές αιτιολογίες, δεν αναφέρονται ποιες είναι αυτές, σε τι συνίσταται η αντίφαση και από ποια αντικρουόμενα μέρη των αιτιολογιών προκύπτει αυτή.

    8] Κατά τον αριθμό 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα, προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Ο προβλεπόμενος από την ως άνω διάταξη λόγος αναίρεσης ιδρύεται μόνο όταν το δικαστήριο της ουσίας υπέπεσε σε διαγνωστικό λάθος, αναγόμενο στην ανάγνωση αποδεικτικού, κατά την έννοια των άρθρων 339 και 432 επ. ΚΠολΔ, εγγράφου, (σφάλμα ανάγνωσης), με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει και ακολούθως, στηριζόμενο στο συγκεκριμένο έγγραφο ή κυρίως σε αυτό, καταλήγει σε επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα αποδεικτικό πόρισμα, για πράγματα, που έχουν ουσιώδη επιρροή στη δίκη (ΑΠ 1267/2023). Περαιτέρω στην έννοια του εγγράφου δεν περιλαμβάνονται οι ένορκες βεβαιώσεις [ΑΠ 584/2018], όπως και το περιεχόμενο των διαλαμβανόμενων σε αποφάσεις ποινικών δικαστηρίων μαρτυρικών καταθέσεων [ΑΠ 1563/2014]. Στην προκειμένη περίπτωση οι αναιρεσείοντες με το δεύτερο λόγο αναίρεσης και το δεύτερο πρόσθετο λόγο προσάπτουν στην προσβαλλόμενη την από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πλημμέλεια, που συνίσταται αντιστοίχους στο ότι το δικαστήριο της ουσίας α] παραμόρφωσε την ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα [XXXX], λόγω της αντιφατικότητας αυτής ως προς τα κατατιθέμενα από αυτόν πραγματικά περιστατικά για το αντικείμενο της δίκης. Και β] παραμόρφωσε το περιεχόμενο του μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενου εγγράφου της με αριθμό [ΧΧΧΧ] απόφασης του Ι’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών ως προς την κατάθεση του μάρτυρα [XXXX], καθόσον δέχθηκε πράγματα προδήλως διάφορα από αυτά που αναφέρονται σ’ αυτήν [απόφαση]. Οι ανωτέρω λόγοι είναι απαράδεκτοι, καθόσον δεν εμπίπτουν στην έννοια του ‘εγγράφου’ οι ένορκες βεβαιώσεις, όπως και η απόφαση του ποινικού δικαστηρίου ως προς το περιεχόμενο της διαλαμβανόμενης σ’ αυτή μαρτυρικής κατάθεσης. Περαιτέρω με τον ίδιο λόγο αναίρεσης οι αναιρεσείοντες μέμφονται την προσβαλλόμενη , επειδή α] στήριξε την κρίση της στις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων [XXXX] και [XXXX], εκ των οποίων καμία δεν ήταν αυτήκοη μάρτυρας στις συζητήσεις των διαδίκων, που κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς συγκροτούν την απατηλή συμπεριφορά τους, β] έλαβε υπόψη τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν με επιμέλεια των αντιδίκων τους , οι οποίες είναι αντιφατικές με αυτές που οι ίδιοι έδωσαν στο πλαίσιο της ποινικής δίκης . Οι ως άνω αιτιάσεις, δεν ιδρύουν τον από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο, εφόσον οι αναιρεσείοντες δεν μέμφονται την προσβαλλόμενη για διαγνωστικό σφάλμα του δικαστηρίου ως προς το περιεχόμενο των εγγράφων, αλλά αναφέρονται μόνο στην εκτίμηση και αξιολόγηση του αληθινού περιεχομένου αυτών, από τα οποία το Δικαστήριο της ουσίας συνήγαγε αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που αυτοί θεωρούν ορθό, και επομένως αναφέρονται στην εκτίμηση πραγμάτων, η οποία δεν ελέγχεται κατ’ άρθρο 561 παρ 1 του ΚΠολΔ από τον Άρειο Πάγο. Επομένως οι λόγοι αυτοί είναι απαράδεκτοι.

    1. Από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 10 ΚΠολΔ, που ορίζει, ότι αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ως αληθινά, χωρίς απόδειξη, προκύπτει, ότι ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται, όταν το δικαστήριο δέχεται πράγματα, δηλαδή αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι τείνουν σε θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος, που ασκείται με την αγωγή, ανταγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσαχθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά, ή όταν δεν εκθέτει από ποια αποδεικτικά στοιχεία άντλησε την απόδειξη γι’ αυτά, χωρίς να απαιτείται να αξιολογεί τα επί μέρους αποδεικτικά μέσα ή να εξειδικεύει τα έγγραφα (ΑΠ 1037/2023). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο αναίρεσης οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθμό 10 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πλημμέλεια, που συνίσταται στο ότι το Εφετείο δέχθηκε χωρίς απόδειξη “πράγματα”, που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και δη ότι το ποσό των 90.000 ευρώ διατέθηκε ως τίμημα στο πλαίσιο πώλησης ακινήτου συνιδιοκτησίας τους συνεπεία της παράστασης ψευδών γεγονότων ως αληθινών και της παρασιώπησης αληθινών. Ο ανωτέρω λόγος είναι αβάσιμος, καθόσον από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει, ότι το Εφετείο εκθέτει σ’ αυτήν όλα τα αποδεικτικά μέσα, δηλαδή, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν, τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από τους διαδίκους ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων, από τα οποία άντλησε την κρίση του, ότι αποδείχθηκαν, και είναι αληθινά όλα τα παρατιθέμενα στην απόφασή του και έχοντα ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης πραγματικά περιστατικά.
    2. Περαιτέρω κατά το άρθρο 559 αριθ. 11 εδάφ. γ’ του ΚΠολΔ, συντρέχει λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη του τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίστηκαν νομίμως είτε για άμεση απόδειξη είτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφ’ όσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκλησή τους από τον διάδικο (ΟλΑΠ 23/2008). Δεν θεμελιώνεται, όμως, ο λόγος αυτός, εάν προκύπτει από την απόφαση ότι ελήφθησαν υπ’ όψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσκομίστηκαν με επίκληση. Αρκεί γι’ αυτό η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου, χωρίς ανάγκη ειδικής αξιολόγησης εκάστου, εφ’ όσον από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες αιτιολογίες της απόφασης, προκύπτει αναμφίβολα η λήψη υπ’ όψη του αποδεικτικού μέσου [ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 40/2024] Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης οι αναιρεσείοντες μέμφονται την προσβαλλόμενη για τις από τους αριθμούς 8 και 11γ του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πλημμέλειες, που συνίστανται στο ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τα μετ’ επικλήσεως από αυτούς προσκομιζόμενα έγγραφα [αποδείξεις, τιμολόγια και διπλότυπα είσπραξης της Δ.Ο.Υ. Καλλιθέας, ΦΕΚ, δηλώσεις απόδοσης φόρου μεταβίβασης μετοχών μη εισηγμένων στο ΧΑΑ, την από [XXXX] βεβαίωση της [XXXX] και την από [XXXX] βεβαίωση της [XXXX],] για την απόδειξη της βασιμότητας των πραγματικών ισχυρισμών τους που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης [και δη στην απόδειξη του αρνητικού τους ισχυρισμού ότι τα αιτούμενα χρηματικά ποσά δόθηκαν από την ήδη πρώτη αναιρεσίβλητη για την εξόφληση των προσωπικών και εταιρικών χρεών του πρώτου αναιρεσείοντος και ότι η πρώτη αναιρεσείουσα δεν είχε υποβάλλει αίτηση για έγκριση δανείου] και το χωρίς ημερομηνία ιδιωτικό συμφωνητικό που προσκομίστηκε στο πλαίσιο άλλης μεταξύ των διαδίκων δίκης [επί της οποίας εκδόθηκε η αναφερόμενη στην προσβαλλόμενη με αριθμό [XXXX] τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, κατά της οποίας έχει ασκηθεί αναίρεση, η συζήτηση της οποίας δεν έχει προσδιοριστεί] με το οποίο μόνο ο πρώτος αναιρεσείων, και όχι η δεύτερη, αναγνώρισε τη συνολική οφειλή του προς τους ήδη αναιρεσίβλητους συνολικού ποσού [XXXX], στην οποία περιλαμβάνεται και το ένδικο ποσό των [XXXX]. Έτι δε περαιτέρω με το δεύτερο σκέλος του έκτου λόγου προσάπτεται στην προσβαλλόμενη η αιτίαση ότι δεν ελήφθη υπόψη προς απόδειξη της έλλειψης της παθητικής νομιμοποίησης της δευτέρας αναιρεσείουσας, πλέον του προαναφερόμενου και το έτερο με το ίδιο περιεχόμενο ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο δεν υπέγραψε αυτή. Ο ανωτέρω εκ του αριθμού 11γ λόγος είναι αβάσιμος, διότι από τη ρητή διαβεβαίωση, που υπάρχει στο αιτιολογικό της προσβαλλομένης απόφασης ότι ελήφθησαν υπ’ όψη, όπως αναφέρονται στον ανωτέρω τρίτο λόγο όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκόμισαν και επικαλέσθηκαν, αλλά και από το όλο περιεχόμενο της απόφασης, όπου γίνεται ειδική μνεία ότι ελήφθησαν και τα ανωτέρω έγγραφα καθώς και τα δυο άνευ ημερομηνίας ιδιωτικά συμφωνητικά , δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία ότι το Εφετείο κατά τη διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος έλαβε υπ’ όψη και συνεκτίμησε μετά των λοιπών αποδείξεων και τα συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα. Περαιτέρω ο τέταρτος λόγος αναίρεσης κατά το δεύτερο σκέλος του με τον οποία προσάπτεται στην προσβαλλόμενη η από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, καθόσον οι αναιρεσείοντες τείνουν να θεμελιώσουν αυτόν στους προαναφερόμενους αρνητικούς της αγωγής ισχυρισμούς, που όμως, δεν εμπίπτουν στην έννοια των ‘πραγμάτων’, που αποτελεί στοιχείο αναγκαίο για την ίδρυση αυτού.
    3. Κατά τον αριθμό 17 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και αν η ίδια απόφαση περιέχει αντιφατικές διατάξεις. Ο λόγος αυτός ιδρύεται όταν η ίδια απόφαση περιέχει αντιφατικές διατάξεις, έτσι ώστε να καθίσταται αδύνατη η εκτέλεση της ή να εμφανίζεται αβεβαιότητα ως προς τη διάπλαση ή διάγνωση που έλαβε χώρα. Αντίθετα, δεν ιδρύεται, όταν η αντίφαση βρίσκεται στις αιτιολογίες, εκτός αν επέχουν θέση διατακτικού, ούτε μεταξύ αιτιολογιών και διατακτικού [ΑΠ 183/2023]. Στην προκειμένη περίπτωση με τον έκτο λόγο αναίρεσης οι αναιρεσείοντες μέμφονται την προσβαλλόμενη για τις από τον αριθμό 17, σε συνδυασμό με τον αριθμό 19 και 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πλημμέλειες, που συνίστανται στο ότι περιέχει αντιφατικές διατάξεις και αντιφατικές και ανεπαρκείς αιτιολογίες σε θέματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, τα οποία δεν έλαβε υπόψη .Ειδικότερα προβάλλουν την αιτίαση ότι το Εφετείο με αντιφατικές αιτιολογίες

    εσφαλμένως ερμήνευσε την με αριθμό [XXXX] αμετάκλητη απόφαση του Ι’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών [με την οποία κηρύχθηκαν αθώοι οι αναιρεσίβλητοι για την πράξη της από κοινού ηθικής αυτουργίας στις πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφήμισης], μη εκτιμώντας τις περιεχόμενες στα πρακτικά αυτής, απολογίες των αναιρεσιβλήτων [κατηγορουμένων] και τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων , οι οποίοι ουδόλως αναφέρονται στην αποτελούσα το αντικείμενο της ένδικης υπόθεσης αδικοπρακτική συμπεριφορά τους [αναιρεσείοντες]. Ο ανωτέρω λόγος κατά το μέρος που αφορά στην από τον αριθμό 17 πλημμέλεια είναι απορριπτέος πρωτίστως ως απαράδεκτος λόγω της αοριστίας του, καθόσον δεν αναφέρονται στο αναιρετήριο οι φερόμενες ως αντιφατικές διατάξεις του διατακτικού και δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια η αντίφασή τους [ΟλΑΠ 13/1995], πλέον του ότι είναι αβάσιμος καθόσον δεν προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης η ύπαρξη αντιφατικών διατάξεων . Κατά τα δε λοιπά σκέλη, ο ανωτέρω λόγος είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, καθόσον α] ο με αριθμό 8 αναιρετικός έλεγχος απαιτεί τη μη λήψη υπόψη από το δικαστήριο προταθέντων πραγμάτων στην έννοια των οποίων δεν εμπεριέχεται η μη λήψη υπόψη του περιεχομένου της επικαλούμενης απόφασης ποινικού δικαστηρίου [η οποία σε κάθε περίπτωση όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης ελήφθη υπόψη με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα], β] ο δε από τον αριθμό 19 αναιρετικός έλεγχος επιτρέπεται μόνο όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει ανεπαρκείς αιτιολογίες για ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στη δίκη και τέτοιο δεν είναι κατά τα προαναφερόμενα η μη λήψη υπόψη ποινικής απόφασης.

    1. Ο λόγος Αναίρεσης από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, που στόχο έχει τη διασφάλιση του συζητητικού συστήματος (άρθρο 106 ΚΠολΔ), αλλά και την αρχή της ακρόασης των διαδίκων (άρθρο 110 παρ. 2 ΚΠολΔ), ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά τον νόμο έλαβε ή δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, νοούνται δε ως πράγματα οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκούμενου με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος (ΟλΑΠ 3/1997), δηλαδή οι ισχυρισμοί που κατά το νόμο διαμόρφωσαν ή ανάλογα ήταν ικανοί να διαμορφώσουν το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης (ΟλΑΠ 2/1989), θα πρέπει δε οι ισχυρισμοί αυτοί να προτάθηκαν παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας (ΟλΑΠ 2/2001, ΟλΑΠ 12/2000) και μάλιστα από τον ήδη αναιρεσείοντα (ΑΠ 792/2015), γιατί διαφορετικά το Δικαστήριο της ουσίας, δεν επιτρεπόταν να τους λάβει υπόψη (Ολ. ΑΠ 2/2001). Οι ισχυρισμοί πρέπει να είναι ουσιώδεις, δηλαδή να επιδρούν στην έκβαση της δίκης και να επηρεάζουν ευνοϊκά για τον αναιρεσείοντα το διατακτικό της απόφασης. Επομένως, δεν είναι πράγματα με την έννοια αυτή, η αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, όπως η εκ μέρους του εναγομένου αμφισβήτηση των πραγματικών περιστατικών που επικαλείται ο ενάγων προς θεμελίωση του ισχυρισμού του, ένστασης ή αντένστασης, το περιεχόμενο των αποδεικτικών μέσων [ΑΠ 232/2024, ΑΠ 442/2021, ΑΠ 1078/2020]. Με τον τρίτο πρόσθετο λόγο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για πλημμέλεια εκ του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό της δεύτερης αναιρεσείουσας, περί της έλλειψης της παθητικής της νομιμοποίησης, όπως αυτή προέκυπτε από την μη ανάμειξή της και την άγνοιά της για τις προπαρασκευαστικές ενέργειες που έλαβαν χώρα για τη λήψη δανείου και τη σχετική προσημείωση του ακινήτου ιδιοκτησίας της. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, καθόσον η έλλειψη παθητικής νομιμοποίησης δεν συνιστά ένσταση και εντεύθεν αυτοτελή ισχυρισμό, αλλά άρνηση της βάσης της αγωγής που δεν εμπίπτει στην έννοια του ‘πράγματος’.
    2. Μετά ταύτα και ελλείποντος άλλου αναιρετικού λόγου προς έλεγχο η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτοί κατά το μέρος μόνο που αφορά στην αξίωση των εναγόντων να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να τους καταβάλλουν εις ολόκληρον έκαστος τα ποσά των [XXXX] και [XXXX].
    3. Κατά το άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ “Αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να την δικάσει, αν κατά τη κρίση του, δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση. Στην αντίθετη περίπτωση παραπέμπει την υπόθεση σε ιδιαίτερη συζήτηση και, αν πρόκειται για τους λόγους που αναφέρονται στους αριθμούς 1, 2, 3, 6 έως 17, 19 και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, μπορεί να παραπέμψει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή στο ίδιο, αν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές. Αν όμως, αναιρεθεί η απόφαση του τελευταίου αυτού δικαστηρίου δικάζει αυτός την ουσία της υπόθεσης. Στην περίπτωση αυτή, η υπόθεση εισάγεται με κλήση στο ίδιο τμήμα”. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη και με τη διάταξη της παραγράφου 4 του ίδιου άρθρου, η οποία ορίζει ότι “Οι αποφάσεις της ολομέλειας και των τμημάτων του Αρείου Πάγου δεσμεύουν τα δικαστήρια που ασχολούνται με την ίδια υπόθεση ως προς τα νομικά ζητήματα που έλυσαν”, συνάγεται ότι, οσάκις μετά την αναίρεση της απόφασης δεν υπάρχει δικονομικώς έδαφος για περαιτέρω εκδίκαση της υπόθεσης από το δικαστήριο της ουσίας, υπολείπεται δε μόνον η διατύπωση του διατακτικού της απόφασης με βάση την έκταση της αναίρεσης, η παραπομπή σε ισόβαθμο δικαστήριο ουσίας δεν αποτελεί υποχρεωτικό στάδιο δίκης, αλλά μπορεί η τελειωτική επί της υπόθεσης απόφαση να εκδοθεί και από τον Άρειο Πάγο (ΟλΑΠ 25/2001, ΑΠ 51/2019, ΑΠ 1386/2018, ΑΠ 1846/2017, ΑΠ 1099/2017, ΑΠ 96/2016). Τέτοιο δικονομικό έδαφος, για τη μετά την αναίρεση της προσβαλλομένης απόφασης επανεκδίκαση της υπόθεσης από το δικάσαν Εφετείο στην ουσία, δεν υπάρχει και στη προκειμένη περίπτωση κατά την οποία, ενόψει των ανωτέρω παραδοχών της προσβαλλόμενης απόφασης, απορρίφθηκαν οι υπόλοιποι προβληθέντες με την αναίρεση και τους πρόσθετους λόγους αυτής ισχυρισμοί των αναιρεσειόντων. Επομένως, μετά την κατά τα ως άνω εν μέρει αναίρεση της προσβαλλομένης απόφασης, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση και να δικαστεί η από [XXXX] έφεση κατά το αναιρούμενο μέρος, η οποία και πρέπει να απορριφθεί. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί κατά την παράγραφο 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, η απόδοση στους αναιρεσείοντες του παράβολου που κατέθεσαν κατά την άσκηση της αίτησης αναίρεσης, να διαταχθεί δε η κατάπτωση του παράβολου, που κατέθεσαν οι εκκαλούντες – αναιρεσίβλητοι κατά την άσκηση της έφεσής τους, υπέρ του Δημοσίου. Τα δικαστικά έξοδα του δευτέρου βαθμού δικαιοδοσίας και της αναιρετικής δίκης πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων, κατ’αρθ. 179 σε συνδ. με το αρθ. 183 του ΚΠολΔ.

    ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

    Συνεκδικάζει την από [XXXX] αναίρεση και τους από [XXXX] πρόσθετους λόγους για αναίρεση της με αριθμό [ΧΧΧΧ] απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών

    Αναιρεί τη με αριθμό 3280/2023 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών μόνο κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό της παρούσας μέρος.

    Διατάσσει την απόδοση του προκαταβληθέντος παράβολου στους αναιρεσείοντες.

    Κρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της από [XXXX] έφεσης κατά της με αριθμό [XXXX] απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

    Απορρίπτει την έφεση κατά το μέρος που αφορά στα αγωγικά κονδύλια ποσού [XXXX] και [XXXX].

    Διατάσσει την κατάπτωση του παράβολου, που κατατέθηκε κατά την άσκηση της έφεσης, υπέρ του Δημοσίου.

    Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη της αναιρετικής δίκης και του δεύτερου βαθμού δικαιοδοσίας, μεταξύ των διαδίκων.

    ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις [XXXX].

    ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις [XXXX].

    Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

     

    Η ανωνυμοποίηση του εγγράφου έγινε με βάση τα πρότυπα GDPR (EU), UK GDPR & Data Protection Act 2018, Τrade Secrets Directive (EU) 2016/943, National and Sector-Specific Regulations και GDPR Special Category Data (Article 9).

    Κύλιση στην κορυφή